τοιχωρυχία
English (LSJ)
ἡ,
A housebreaking, X.Ap.25, D.H.4.24.
German (Pape)
[Seite 1125] ἡ, das Durchbohren der Wand, der Einbruch; Xen. Apol. 25, 1; D. Hal. 4, 24. – Uebertr., die Spitzbüberei, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχωρῠχία: ἡ, τὸ τοιχωρυχεῖν, τὸ εἰσέρχεσθαι εἰς οἰκίαν δι’ ὀρύξεως τοῦ τοίχου, Ξεν. Ἀπολ. 25, Διον. Ἁλ. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de percer un mur pour voler ; vol par effraction.
Étymologie: τοιχωρύχος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τοιχωρυχῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τοιχωρυχώ.
Russian (Dvoretsky)
τοιχωρῠχία: ἡ кража со взломом Xen.