τοιχωρυχία

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχωρῠχία Medium diacritics: τοιχωρυχία Low diacritics: τοιχωρυχία Capitals: ΤΟΙΧΩΡΥΧΙΑ
Transliteration A: toichōrychía Transliteration B: toichōrychia Transliteration C: toichorychia Beta Code: toixwruxi/a

English (LSJ)

ἡ, housebreaking, X.Ap.25, D.H.4.24.

German (Pape)

[Seite 1125] ἡ, das Durchbohren der Wand, der Einbruch; Xen. Apol. 25, 1; D. Hal. 4, 24. – Übertr., die Spitzbüberei, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de percer un mur pour voler ; vol par effraction.
Étymologie: τοιχωρύχος.

Russian (Dvoretsky)

τοιχωρῠχία:кража со взломом Xen.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχωρῠχία: ἡ, τὸ τοιχωρυχεῖν, τὸ εἰσέρχεσθαι εἰς οἰκίαν δι’ ὀρύξεως τοῦ τοίχου, Ξεν. Ἀπολ. 25, Διον. Ἁλ. 4. 24.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τοιχωρυχῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τοιχωρυχώ.