δραγμός

Revision as of 12:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A grasping, E.Cyc.170, dub. l. in Q.S.1.350.

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.

Greek (Liddell-Scott)

δραγμός: ὁ, δράξιμον, «πιάσιμον», Εὐρ. Κύκλ. 170· πρβλ. δράσσομαι ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de saisir.
Étymologie: δράσσομαι.

Greek Monolingual

δραγμός, ο (Α) δράττομαι
πιάσιμο, άρπαγμα, δραξιά.

Greek Monotonic

δραγμός: ὁ (δράσσομαι), πιάσιμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δραγμός: ὁ хватание, схватывание (τινος Eur.).