δράττομαι
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
French (Bailly abrégé)
att. p. δράσσομαι.
Greek Monolingual
(AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω)
1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω
2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω
νεοελλ.
μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι της ευκαιρίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ. δράττομαι) < δράχ-yομαι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα derk- ή dergh- «συλλαμβάνω, πιάνω» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας. Η σχέση με λέξεις άλλων ινδοευρ. γλωσσών είναι αβέβαιη. Συνδέεται πιθ. με αρμ. trc-ak «δεμάτι», μσν. ιρλ. dremm «ομάδα, όμιλος». Αξιοσημείωτο είναι ότι απ' αυτό το ρ. προήλθε και η λ. δραχμή.
ΠΑΡ. αρχ. δράγμα, δραγμή, δραγμός.
Russian (Dvoretsky)
δράττομαι: атт. = δράσσομαι.
Mantoulidis Etymological
(=πιάνω μέ τό χέρι). Ἀπό ρίζα δρακ + πρόσφυμα j + ομαι → δράττομαι.
Παράγωγα: δράγμα (=ὅσο χωράει μιά φούχτα), δραγμός (=πιάσιμο), δράγδην (=ἁρπαχτά), δράξ -κός (=φούχτα), δραχμή (=ὅσο μπορεῖ νά κρατήσει κανείς μέσα στό χέρι του, ἀττικό νόμισμα).