ψελιοφόρος

Revision as of 13:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A wearing bracelets, Hdt.8.113.

German (Pape)

[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des bracelets.
Étymologie: ψέλιον, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί ψέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέλιον + -φόρος].

Greek Monotonic

ψελιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φορά βραχιόλια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψελιοφόρος: носящий запястья или браслеты (Πέρσαι ἄνδρες Her.).