ἀνακολπάζω

Revision as of 13:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

(κόλπος)

   A tuck up one's gown, gird oneself up, Ar.Th. 1174; but cf. ἀνακαλπάζω.

German (Pape)

[Seite 193] Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακολπάζω: (κόλπος), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.

Greek Monolingual

ἀνακολπάζω (Α)
ανασηκώνω το κάτω μέρος του ενδύματος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολπάζω < κόλπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακολπάζω: подбирать одежду, подпоясываться Arph.