κατέαγα

Revision as of 13:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

κατεάγην [ᾰ], κατέαξα,

   A v. κατάγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. κατάγνυμι.

Greek Monotonic

κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.