κατέαγα

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέᾱγα Medium diacritics: κατέαγα Low diacritics: κατέαγα Capitals: ΚΑΤΕΑΓΑ
Transliteration A: katéaga Transliteration B: kateaga Transliteration C: kateaga Beta Code: kate/aga

English (LSJ)

κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. κατάγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. κατάγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.

Greek Monotonic

κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.