μυχώδης

Revision as of 13:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ες,

   A full of recesses, cavernous, E.Ion494 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 224] ες, winkelartig, verborgene Winkel od. Räume habend, Eur. Ion 494, nach Conj.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχώδης: -ες, πλήρης μυχῶν ἢ χασμάτων, πλήρης κοιλωμάτων, Εὐρ. Ἴων 494.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a des enfoncements, des gouffres.
Étymologie: μυχός, -ωδης.

Greek Monotonic

μῠχώδης: -ες (εἶδος), γεμάτος από κοιλώματα, σπηλαιώδης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῠχώδης: полный ущелий или с многочисленными пещерами (Μακραί Eur.).