ός, όν :de Thesprotie, région au SO de l’Épire ; οἱ Θεσπρωτοί les Thesprotes.
Θεσπρωτός: теспротийский (Ζεύς Aesch.): Θεσπρωτὸν οὔδας Eur. = Θεσπρωτίς.