πολυφορία

Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A productiveness, X.Oec.19.19, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, das Vieltragen, die Fruchtbarkeit, Xen. Oec. 19, 19 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφορία: ἡ, πολλὴ εὐφορία, Ξεν. Οἰκ. 19, 19, Πολυδ. Α΄ 240.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fertilité.
Étymologie: πολυφόρος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πολυφόρος
ευφορία, πολυκαρπία, γονιμότητα.

Greek Monotonic

πολῠφορία: ἡ, μεγάλη ευφορία, παραγωγικότητα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυφορία: ἡ плодородие, плодовитость Xen.