παραγωγικότητα
Greek Monolingual
η
1. η ικανότητα για παραγωγή, η ιδιότητα του παραγωγικού
2. (οικον.) α) η σχέση μεταξύ του όγκου παραγωγής που πραγματοποιήθηκε και τών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό
β) η απόδοση της παραγωγής, αποδοτικότητα
3. φρ. α) «παραγωγικότητα εργασίας» — η σχέση του όγκου παραγωγής ενός προϊόντος δεδομένης ποιότητας προς την εργασία που αναλώθηκε για τον σκοπό αυτό
β) «παραγωγικότητα κεφαλαίου» — η σχέση του όγκου παραγωγής ενός προϊόντος προς το κεφάλαιο που διατέθηκε για τον σκοπό αυτό
γ) «παραγωγικότητα θαλασσών» — η ικανότητα τών θαλασσών να τρέφουν τους οργανισμούς που ζουν μέσα σε αυτές
δ) «Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας» [ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ]
αυτόνομος κοινωφελής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1953 και σκοπό έχει τη διάδοση τών αρχών και τών μεθόδων παραγωγικότητας στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ιω. Σκαλτσούνη].