φιλικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
amicalement.
Étymologie: φιλικός.
Russian (Dvoretsky)
φῐλικῶς: дружественно, по-дружески (ἔχειν или διακεῖσθαι πρός τινα Xen., Arst.).
adv.
amicalement.
Étymologie: φιλικός.
φῐλικῶς: дружественно, по-дружески (ἔχειν или διακεῖσθαι πρός τινα Xen., Arst.).