παμμαχία

Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A contests of all kinds, B.12.76.

Greek (Liddell-Scott)

παμμᾰχία: ἡ, = παμμάχιον, παγκράτιον, Βακχυλ. ΧΙΙ (ΧΙΙΙ), 76 Blass, Εὐσεβ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 7, ἐν ἀρχ.

Greek Monolingual

παμμαχία, ἡ (Α) πάμμαχος
αγώνες κάθε είδους.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμαχία -ας, ἡ [πάμμαχος] pankration (vechtsport waarbij bijna alles is toegestaan).