σημήϊον

Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό, Ion. for σημεῖον. σημιαφόρος,

   A v. σημειοφόρος.

German (Pape)

[Seite 875] τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. σημεῖον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σημείο.

Greek Monotonic

σημήϊον: τό, Ιων. αντί σημεῖον.

Russian (Dvoretsky)

σημήϊον: τό ион. = σημεῖον.