σημειοφόρος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειοφόρος Medium diacritics: σημειοφόρος Low diacritics: σημειοφόρος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sēmeiophóros Transliteration B: sēmeiophoros Transliteration C: simeioforos Beta Code: shmeiofo/ros

English (LSJ)

ὁ,
A standard-bearer, Sammelb.599.7, al. (Ptolemaic), D.H.8.65, Plu. Brut.43:—also σημεαφόρος BGU600.10,12 (ii/iii A.D.), PFlor.278 iii 30 (iii A.D.), IGRom.3.57 (Prusias), CIG4957e (Egypt); σημηαφόρος Sammelb.979.7 (Alexandria, i A.D.), CIL3.6026 (Syene), Stud.Pal.22.92 (iii A.D.); σημιαφόρος Supp.Epigr.6.535 (Isauria), Judeich Altertümer von Hierapolis No.153; σημιαφώρος PHamb. 39No.16; σιμιαφόρος ib.No.45 (ii A.D.); σημαιαφόρος (with v.l. σημαιοφόρος) Plb.6.24.6, J.BJ6.1.7; σημαιοφόρος also in Plu.Galb. 22.
II = σημεία 1.1 b, in form σημιαφόρος, Jahresh.13.201 (Alabanda, ii A.D.).
III signaller, Ascl.Tact.2.9, 6.3.

German (Pape)

[Seite 875] = σημαιοφόρος; Plut. Brut. 43 D. Hal. 8, 65.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημειοφόρος -ου, ὁ [σημεῖον, φέρω] vaandeldrager.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
(για αγίους) θαυματουργός
αρχ.
1. ο σημαιοφόρος
2. στρ. αυτός που μεταδίδει το σύνθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -φόρος].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σημαιοφόρος.
Étymologie: σημεῖον, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

σημειοφόρος: -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ σημαιοφόρος παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 8. 65, Πλουτ. Βροῦτ. 43. ΙΙ. ὁ ποιῶν θαύματα, θαυματουργός, Βυζ. - Ρῆμα σημειοφορέω, Εὐστ. Θεσσ. σ. 672, ἔκδ. Mi.

Russian (Dvoretsky)

σημειοφόρος: ὁ Plut. = σημαιοφόρος.

Translations

Armenian: դրոշակակիր; Bulgarian: знаменосец; Buryat: тугша; Catalan: portaestendard; Danish: fanebærer, fændrik; French: porte-étendard; Greek: σημαιοφόρος; Ancient Greek: σημειοφόρος, σημεαφόρος, σημηαφόρος, σημιαφόρος, σημιαφώρος, σιμιαφόρος, σημαιαφόρος, σημαιοφόρος, σημιαφόρος; Greenlandic: erfalasulisartoq; Italian: portabandiera; Japanese: 旗手; Latin: vexillarius, signifer; Persian: پرچم‌دار‎; Polish: poczet sztandarowy, chorąży; Portuguese: porta-bandeira, porta-estandarte; Russian: знаменосец; Spanish: abanderado, abanderada, portaestandarte; Swedish: fanbärare; Tagalog: abanderado; Welsh: banerwr