κλυτόπαις

Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. παιδος,

   A famous for one's children, ib.9.262 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1457] παιδος, berühmt durch Kinder, Philp. 66 (IX, 262).

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, ἔχων περίφημα τέκνα, Ἀνθ. Π. 9. 262.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
illustre par ses enfants.
Étymologie: κλυτός, παῖς.

Greek Monolingual

κλυτόπαις, -αιδος ο, η (AM)
1. αυτός που έχει ξακουστά παιδιά
2. διάσημος για τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + παῖς (πρβλ. αρρενό-παις, ουρανό-παις)].

Greek Monotonic

κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, αυτός που έχει διάσημα παιδιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλυτόπαις: παιδος adj. славный своими детьми Anth.