πανομιλεί

Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv.

   A in whole troops, A.Th.296 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 461] in ganzen Haufen, schaarenweise, neben πανδημεί Aesch. Spt. 278.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνομῑλεί: σὺν παντὶ τῷ ὁμίλῳ, μεθ’ ὅλου τοῦ πλήθους, Αἰσχύλ. Θήβ. 296· πρβλ. πανδημεί.

French (Bailly abrégé)

adv.
en troupe compacte, en masse.
Étymologie: πᾶν, ὅμιλος.

Greek Monolingual

και πανομιλί Α
επίρρ. με όλο το πλήθος, πανδημεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. παμμελ-εί)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανομῑλεί [πᾶς, ὅμιλος] adv., massaal, en masse.