νυκτοπορία

Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A night-march, Plb. 5.7.3, D.S.18.40, Plu.Alex.22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
marche de nuit.
Étymologie: νύξ, πόρος.

Greek Monolingual

η (Α νυκτοπορία) νυκτοπόρος
(ιδίως για μετακινήσεις στρατευμάτων) πορεία στη διάρκεια της νύχτας, νυχτερινή πορεία.

Greek Monotonic

νυκτοπορία: ἡ, νυχτερινή περιήγηση, νυχτερινή πορεία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοπορία: ἡ ночной переход, ночное передвижение Polyb., Plut.