ἀγλαόκρανος

Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

German (Pape)

[Seite 16] Θέτις, mit schönen Quellen, schrieb Böckh Pind. N. 3, 54 ed. I, für ἀγλαόκαρπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόκρανος: Δωρ. = ἀγλαόκρηνος.

English (Slater)

ἀγλαόκρανος, -καρνος v. ἀγλαόκολπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαόκρᾱνος: с прекрасными источниками (Θέτις Pind. - v. l. к ἀγλαόκαρπος).