Θέτις

English (LSJ)

voc. Θέτῑ Il.24.88, acc. Θέτιν, gen. -ιδος 4.512, Dor. ιος Pi.I. 8(7).30, dat. Θέτι: ἡ:—Thetis, Hom., etc.

French (Bailly abrégé)

ιδος, ιδι, ιν (ἡ) :
Thétis, femme de Pélée, mère d'Achille, divinité de la mer.
Étymologie: apparenté à Τηθύς, τήθη, τίτθη, de la R. Θα ou Θε, sucer, téter, litt. « la nourricière ».

Russian (Dvoretsky)

Θέτις: ιδος и ιος ἡ Тетида или Фетида (морская богиня, дочь Океана, жена Пелея, мать Ахилла; ее эпитеты у Hom.: ἁλοσύδνη «дочь моря», ἀργυρόπεζα «среброногая», ἠΰκομος и καλλιπλόκαμος «прекраснокудрая», τανύπεπλος «в длинном одеянии») Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Θέτῐς: ῐδος, Δωρ. ιος Πίνδ., ἡ, μία τῶν Νηρηΐδων, σύζυγος τοῦ Πηλέως, μήτηρ τοῦ Ἀχιλλέως· ὁ Ὅμ. ἔχει δοτ. Θέτῑ· ὡσαύτως (Ἰλ. Ω. 88) τὸν αὐτὸν τύπον ὡς κλητ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 244, 1006· Θέτιν ὡς αἰτιατ.

English (Autenrieth)

Thetis, a Nereid, married to Peleus, and the mother of Achilles, Il. 18.431 ff., Il. 24.62, cf. Il. 1.502 ff., 397 ff. Epithets, ἁλοσύδνη, ἀργυρόπεζα, ἠύκομος, καλλιπλόκαμος, τανύπεπλος.

English (Slater)

Θέτις (Θέτις, -ιος, -ιν.) daughter of Nereus, mother of Achilles, sought in marriage by Zeus and Poseidon ( (I. 8.27) ff.) but given to Peleus; worshipped in Phthia.
1 Θέτιος γόνος (O. 9.76) Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν (P. 3.92) παῖς, ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν ἐν Φθίᾳ Θέτις (P. 3.101) (Πηλεύς) ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (N. 3.35) Θέτις δὲ κρατεῖ Φθίᾳ (N. 4.50) αἱ δὲ (sc. Μοῖσαι) πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ (N. 5.25) Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ (I. 8.27) φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (I. 8.47) κυανοπλόκοιο παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν (Pae. 6.84)

Greek Monotonic

Θέτις: -ιδος, Δωρ. -ιος, ἡ, η Θέτιδα, μια από τις Νηρηίδες, γυναίκα του Πηλέα, μητέρα του Αχιλλέα· ο Όμηρ. χρησιμ. το Θέτῑ, αντί της δοτ. και κλητ.· Θέτιν, αντί της αιτ.

Frisk Etymological English

ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: goddess, mother of Achilleus (Il.).
Other forms: also -ιος, -ιδι, , -ιν
Derivatives: Θετίδειον Thetistempel (E.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to Ribezzo Don. nat. Schrijnen 351 as expressive word/Lallwort to τήθη, τηθίς; thus v. Windekens Beitr. z. Namenforschung 2, 62f., Carnoy Le Muséon 67, 360: pelasgian name of the mother, to τέττα father, Lith. tẽtis father, tetà aunt. "Der Umweg über das Pelasgische scheint kaum notwendig." (Frisk). Most probably Pre-Greek.

Middle Liddell

Θέτις, ιδος
Thetis, one of the Nereids, wife of Peleus, mother of Achilles [Hom. uses Θέτῑ for dat. and vocat.; Θέτιν for acc.]

Frisk Etymology German

Θέτις: -ιδος, -ιος, -ιδι, -ι, -ιν
{Thétis}
Grammar: f.
Meaning: Meergöttin, Mutter des Achilleus (seit Il.).
Derivative: Davon Θετίδειον Thetistempel (E., hell.).
Etymology: Nach Ribezzo Don. nat. Schrijnen 351 als Lallwort zu τήθη, τηθίς; ähnlich v. Windekens Beitr. z. Namenforschung 2, 62f., Carnoy Le Muséon 67, 360: pelasgische Benennung der Mutter, zu τέττα Vater, lit. tė̃tis Vater, tetà Tante u. a. m. Der Umweg über das Pelasgische scheint kaum notwendig.
Page 1,668