ἐξαπαρτάομαι

Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 870] pass., aufgehängt werden, schweben, Luc. V. H. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπαρτάομαι: παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9.

Greek Monotonic

ἐξαπαρτάομαι: Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπαρτάομαι: быть подвешенным, висеть (μετέωρος ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος).