μετέωρος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετέωρος Medium diacritics: μετέωρος Low diacritics: μετέωρος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΣ
Transliteration A: metéōros Transliteration B: meteōros Transliteration C: meteoros Beta Code: mete/wros

English (LSJ)

μετέωρον, Ep. μετήορος (q.v.), (ἀείρω)
A raised from off the ground, τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μ. Hdt.1.187; σκέλεα δὲ… κατακρέμαται μ. Id.4.72; μ. ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8; πῆχυς μετέωρος an arm hanging (without support from a bandage), Hp.Fract.7; μ. αἰωρηθῆναι, of a man, Id.Art.70: freq. of anatomical structures, unsupported, Gal.2.469, al.; τὰ μ. οἰκήματα, opp. τὰ ὑπόγαια, Hdt.2.148; μετεωρότερος… τῶν σαύρων raised higher than... above... of the chamaeleon, Arist.HA503a21; of high ground, τῶν χωρίωντὰ μετεωρότατα Th.4.32; ἀπὸ τοῦ μ. ib.128, cf. D.55.29 (Comp.); χωρία νέμεσθαι μετεωρότερα, opp. ἑλώδη, Arist.HA596b4; τὰ μετεωρότατα μέρη Protagorid.4; κατὰ τὸ μ. τοῦ ποταμοῦ as one looks up the river, Paus.8.30.2.
2 on the surface, ἀπὸ τοῦ μετεωροτάτου IG22.1668.8: hence, prominent, of eyes, X.Cyn.4.1; of roots, running along the ground, opp. βαθύρριζος, Thphr. HP 3.10.3, CP1.3.4, 5.9.8; ἀλγήματα μετέωρα superficial pains, Hp.Aph.6.7; τομαί Id.Loc.Hom.13; πνεῦμα μετέωρον shallow, not deep, Id.Epid.3.1.ζ, Gal.7.946; μετεωρότερον ἄσθμα more rapid breathing, Phld.Ir.p.27 W.; also μ. ὀχετοί open, surface drains, Arist.Ath.50.2, OGl483.62 (Pergam., ii B.C.).
II = μετάρσιος, in mid-air, high in air, ἀνακινῆσαί τινα μ. Hdt.4.94; ἆραί τινα μ. Ar.Eq.1362; μ. αἴρεσθαι Id.Pax80; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Id.Nu.264; ἀφικνεῖ μ. ὑπ' αὔρας Cratin. 207; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.Av.818, cf. 690; κρεμασθεὶς καὶ βλέπων μ. looking into mid-air, Pl.Tht.175d; of birds, μ. ἀεὶ μένειν ἀδύνατον Arist.IA714a21; of fish, μ. πέτεσθαι Id.HA535b28; μ. νεῖν swim near the surface, ib.602b22; τὰ μετέωρα = things in the heaven above, astronomical phenomena, Hp.VM1; οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ τὰ μετέωρα, says Socrates, Ar.Nu.228, cf. 1284; τὰ μετέωρα φροντιστής, of Socrates, Pl.Ap.18b; ἀλαζονεύεται περὶ τῶν μ. Eup.146b; τὰ μ. καὶ τὰ ὑπὸ γῆς Pl.Ap.23d, cf. Epicur.Ep.1p.27U., etc.: Comp., οἶσθα μετεωρότερόν τι τῶν θεῶν; X.Smp.6.7. Adv. μετεώρως Philostr.VA4.21.
2 on the high sea, of ships, καθορῶσι τὰς… ναῦς μ. Th.1.48; αἱ δὲ μ. ὥρμουν Id.4.26; μίαν ναῦν ἀπολλύασι μ. Id.8.10; of persons, ὅσοι μὴ μ. ἑάλωσαν Id.7.71; μ. πλεῖν Str.2.3.4.
3 of a horse, high-stepping, πομπικῷ καὶ μ. καὶ λαμπρῷ ἵππῳ X.Eq.11.1.
4 generally, unsettled, fermenting, undigested, μετέωρα καὶ ἄπεπτα καὶ ἄκρητα Hp.VM19; inflated, ὑποχόνδρια Id.Aph.4.73.
III metaph., of the mind, buoyed up, in suspense, Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν Th.2.8; μετεώρῳ πόλει κινδυνεύειν Id.6.10; μ. ταῖς διανοίαις Plb.3.107.6, etc.; μ. ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπὶ πόλεμον eager for... Id.5.101.2; πρὸς ἐλπίδας Id.5.62.1; ἐπί τινος or τινι, Luc.Dem.Enc.28, Merc.Cond.15; μ. πορεύῃ εἰς Ἀθήνας Arr.Epict.3.24.75, cf. Jul.Or.3.122d; haughty, puffed up, Plb.3.82.2, LXX 2 Ki.22.28; γαῦρος καὶ μετέωρος Luc.Nigr.5; μετέωρε 'proud one', AP5.20 (Rufin.); of style, inflated, opp. ὑψηλός (sublime), Longin.3.2: also in good sense, τὸ μετέωρον καὶ πομπικόν (cf. 11.3) elevation of style, D.H.Is.19.
2 of conditions, uncertain, τῶν πραγμάτων ὄντων μ. D.19.122; ὁπηνίκα ἂν τὰ τῆς βασιλείας μ. ᾖ Hdn. 2.12.4; unsettled, χρόνος μετέωρος καὶ κινδυνώδης Heph.Astr.2.28, cf. 33. Adv. μετεώρως, ἔχειν Plu.Cim.13.
3 of contracts, transactions, suits, etc., in suspense, pending, δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μ. συμβόλαια Supp.Epigr.1.363.9 (Samos, iii B.C.); μ. οἰκονομίαι POxy.238.1 (i A.D.), cf. PFay.116.12 (ii A.D.); δίκη Jul.Mis.368a; μετέωρα, τά, unfinished business, PRyl.144.10 (i A.D.).
4 unsecured, of debts, οἱ τὰ μετέωρα ἐγγυώμενοι SIG364.42,46 (Ephesus, iii B. C.).
5 of persons, thoughtless, absent-minded, 'distrait', Cic.Att.15.14.4, 16.5.3 (Comp.), Gal.15.910; fickle, κοῦφοί τε καὶ μ. Ti.Locr.104e. Adv. μετεώρως Vett. Val.166.4.

German (Pape)

[Seite 160] in die Höhe gehoben, in der Luft schwebend, hoch über der Erde; im Gegensatz von ὑπόγαια, οἰκήματα, Her. 2, 148; ναῦς μετεώρους, Schiffe auf der hohen See, Thuc. 1, 48. 5, 26 u. öfter, wie Folgende; auch von Menschen, die sich auf dem Meere befinden, 7, 71; übh. hochgelegen, τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα, Thuc. 4, 32. 128, wie τὰ μετέωρα Pol. 5, 13, 3; εἰσπηδήσαντες εἰς τὸν πηλὸν μετεώρους ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας, Xen. An. 1, 5, 8, sie hoben die Wagen in die Höhe u. schafften sie heraus; vgl. Plat. ὅσα ἀφεθέντα μετέωρα καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς φέρεται, Tim. 80 a; τὰ μετέωρα καὶ τὰ ὑπὸ γῆς, Apol. 23 d; u. so bes. von Himmelserscheinungen u. Himmelskörpern, Lufterscheinungen und Witterungswechsel u. vgl., ἐφαίνοντο περὶ φύσεως τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν, Prot. 315 c, μετεώρων φροντιστής, Xen. Conv. 6, 6; vgl. Plat. Apol. 18 b; was leicht in dem Sinne der großen Menge ein Vorwurf wird, der sich mit seinen Gedanken hoch versteigt, sich mit nichtigen Dingen abgiebt. – Was oben in der Luft schwebt, ist leicht, κοῦφα τε καὶ μετέωρα, Tim. Locr. 104 e. Dah. übtr., leichtsinnig, unbeständig, Sp.; auch unstät, schwankend, nicht fest, wie Thuc. καὶ μὴ μετεώρῳ τε πόλει κινδυνεύειν καὶ ἀρχῆς ἄλλης ὀρέγεσθαι πρὶν ἣν ἔχομεν βεβαιωσώμεθα, 6, 10; τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα neben ἐπίδικα, S. Emp. adv. math. 28; dah. μετέωρος ταῖς διανοίαις, von unzuverlässiger Gesinnung, Pol. 3, 107, 6 u. öfter, ängstlich schwankend. – Häufig von der Seele, durch Hoffnung od. Furcht, Freude, Stolz u. vgl. gehoben, gespannt, ἡ ἄλλη Ἑλλὰς πᾶσα μετέωρος ἦν, Thuc. 2, 8; häufig bei Pol., μετέωρος ἐγενήθη ταῖς ἐλπίσι, 30, 1, 4, μετ. καὶ θυμοῦ πλήρης, 3, 82, 2. – Pol. vrbdt auch μετ. πρός τι, ἐπί τι, leicht zu Etwas geneigt, εἰς τὴν θέαν, begierig zu sehen, 30, 15, 27. 13, 2, 1. 3, 78, 5; auch c. inf., 5, 42, 9; stolz, Rufin. 32. 38 (V, 21. 28). Dem σεμνὴ entsprechend, Luc. Nigr. 1, 18 u. öfter. – Μετεώρως ἔχειν, schwankend sein, Plut. Cim. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est en haut ou qui s'élève, d'où
A. haut, càd :
I. élevé au-dessus du sol (tombeau);
II. élevé dans les airs ; du ciel : τὰ μετέωρα, les espaces, les phénomènes ou les corps célestes;
III. qui s'enlève ou qu'on enlève;
IV. fig.
1 qui s'élève, qui s'exalte, exalté, excité;
2 qui est ou tient en suspens, incertain, instable;
B. qui est en haut, càd :
I. qui est en haut, sur terre, p. opp. à souterrain;
II. qui est dans la partie supérieure ; t. de mar. ναῦς μετέωρος THC vaisseau en pleine mer;
C. qui se dresse ou lève la tête, orgueilleux, hautain;
Cp. μετεωρότερος, Sp. μετεωρότατος.
Étymologie: μετά, ἀείρω.

Russian (Dvoretsky)

μετέωρος: эп. μετήορος 2
1 высоко поднимающийся, высокий (τάφος Her.; τῆς πόλεως μέρος Plut.; αἱ χελιδόνες πέτονται μετέωροι Arst.): ὁ βίος μ. Arst. жизнь в воздухе (о птицах); μ. νεῖν Arst. плавать у поверхности воды (о рыбах);
2 поднятый вверх, приподнятый (σκέλεα Her.): ἔχειν τι μετέωρον Her. держать что-л. высоко; βλέπων μ. Plat. глядящий сверху (вниз); μετεώρους ἐχκομίζειν τὰς ἁμάξας Xen. вытаскивать руками (досл. приподнятые) повозки; ἀνακινεῖν τινα μετέωρον Her. подбрасывать кого-л. вверх;
3 верхний, наземный (οἰκήματα Her.);
4 выступающий, выдающийся вперед, выпуклый (ὄμματα Xen.);
5 небесный, т. е. астрономический или метеорологический (πράγματα Arph.) (см. тж. μετέωρα);
6 находящийся в открытом море (ναῦς Thuc.): μετέωροι ἑάλωσαν Thuc. они были взяты в плен в открытом море;
7 высоко несущий голову, с гордой осанкой (ἵππος Xen.);
8 возбужденный, взволнованный, настороженный (Ἑλλὰς πᾶσα μ. ἦν Thuc.; μ. καὶ τεταραγμένος Plut.);
9 непрочный, ненадежный, шаткий (πόλις Thuc.; τὰ τῆς τύχης κινήματα Isocr.): μ. ταῖς διανοίαις Polyb. с неустойчивым образом мыслей; τὰ ἐν μετεώροις ἀμφισβητήσεσι κείμενα Sext. спорные и нерешенные вопросы;
10 падкий, пылкий, жаждущий, жадный, весьма склонный (πρός, ἐπί и εἴς τι Polyb.);
11 гордый, надменный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μετέωρος: -ον, Ἐπικ. μετήορος, ὃ ἴδε: (ἴδε ἐν λ. ἀείρω)· -ὁ ὑψούμενος ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους τῆς γῆς, τάφον ἑαυτῷ κατεσκευάσατο μετέωρον Ἡρόδ. 1. 187· σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα, κρέμανται εἰς τὸν ἀέρα, ὁ αὐτ. ἐν 4. 72· μ. ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας, δηλ. σηκωτὰς χωρὶς νὰ ἐγγίζωσι τὴν γῆν, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8· πῆχυς μ., κρεμάμενος (μὴ ὑποστηριζόμενος δηλ. διὰ τῶν προσηκόντων ἐπιδέσμων), Ἱππ. π. Ἀγμ. 757· τὰ μ. οἰκήματα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑπόγαια, Ἡρόδ. 2. 148, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8· μετεωρότερος τῇ ἀπὸ τῆς γῆς ἀποστάσει τῶν σαύρων, ὑψηλότερος, ἐπὶ τοῦ χαμαιλέοντος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 3· - ὁ κείμενος εἰς ὑψηλὸν ἔδαφος, τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα Θουκ. 4. 32· ἐκ τοῦ μ. αὐτόθι 128· μετεωρότερα χωρία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἑλώδη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 5· κατὰ τὸ μ. τοῦ ποταμοῦ, πιθ., τὸ πρὸς τὰ ἄνω, ὅταν βλέπῃ τις πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ποταμοῦ, Παυσ. 8. 30, 2· - ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ προέχων, ἐξέχων, Ξεν. Κυν. 4. 1· - ἐπὶ ῥιζῶν κειμένων κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς καὶ ἐξηπλωμένων ἐπ’ αὐτῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαθύρριζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 4., 5. 9, 8· οὕτω δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀλγήματα μ., ἐξωτερικοί, ἐπιπόλαιοι πόνοι, Ἱππ. Ἀφ. 1256· βραχὺς καὶ διακεκομμένος, οὐχὶ βαθύς, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1075, ἴδε Littré (τόμ. 3, σ. 54). ΙΙ. ὡς τὸ μετάρσιος, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἀέρος, ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, Λατ. sublimis, μ. ῥίπτειν τινὰ Ἡρόδ. 4. 94 μ. τινα αἴρειν, αἴρεσθαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1367, Εἰρ. 80· Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ., κρατεῖς αὐτὴν ὑψηλά, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 264· ἀφικνεῖ μ. ὑπ’ αὔρας Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 1· τὰ μ. χωρία, τὰ ἐν τῷ ἀέρι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 818, πρβλ. 690· κρεμασθεὶς καὶ βλέπων μετέωρος, βλέπων εἰς τὸ μέσον τοῦ ἀέρος, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ἐπὶ πτηνῶν, οὐ δύνανται ἀεὶ μένειν μ. Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 18, 1· μ. πέτεσθαι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8· ἐπὶ ἰχθύων, μ. νεῖν, νήχεσθαι παρὰ τὴν ἐπιφάνειαν, αὐτόθι 8. 20, 1· - τὰ μετέωρα, τὰ ὑψηλὰ καὶ οὐράνια, ἅπερ οὐ δύναται ὁ ἀνθρώπινος νοῦς διαγνῶναι, τὸ τοῦ Κικέρωνος supera atque coelestia, οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐξεῦρον ὀρθῶς τὰ μετέωρα πράγματα, λέγει ὁ Σωκράτης ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 228, πρβλ. 1284· τὰ μ. φροντιστής, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β· Πρωταγόρας ὁ Τήιος, ὃς ἀλαζονεύεται περὶ τῶν μετεώρων, τὰ δὲ χαμᾶθεν ἐσθίει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 10· τὰ μετ. καὶ τὰ ὑπὸ γῆς Πλάτ. Ἀπολ. 23D· πρβλ. μετεωροκοπέω, -λέσχης, -σκόπος, -σοφιστής, -φέναξ. 2) ἔξω εἰς τὸ πέλαγος, μακρὰν εἰς τὰ βαθέα τῆς θαλάσσης, ἐπὶ πλοίων, καθορῶσι τάς... ναῦς μ. Θουκ. 1. 48· αἱ δὲ μετ. ὥρμουν 4. 26· μίαν ναῦν ἀπολλύασι μ. 8. 10· ἐπὶ προσώπων, ὅσοι μὴ μ. ἑάλωσαν 7. 71· μ. πλεῖν Στράβ. 99. 3) ἐπὶ ἵππων, γαυριῶν καὶ πηδῶν, Ξεν. Ἱππ. 11, 1. 4) καθόλου, ἀκατακάθιστος, ἐν καταστάσει ζυμώσεως διατελῶν, μ. καὶ ἄπεπτα καὶ ἄκρητα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· -πεφυσιωμένος, «φουσκωμένος», ὑποχόνδρια ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1252, κτλ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ καταστάσεως, ἐν μετεώρῳ καταστάσει, ἐν ἀβεβαιότητι, ἐν προσδοκίᾳ διατελῶν, Λατ. spe erectus, Ἑλλὰς πᾶσα μετέωρος ἦν Θουκ. 2. 8· μετεώρῳ τῇ πόλει κινδυνεύειν 6. 10· μ. ταῖς διανοίαις Πολύβ. 3. 107, 6, κτλ.· μετ. ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπί τι, πρόθυμος διά..., ὁ αὐτ. 5. 101, 2· εἴς τι 30. 15, 2 πρός τι 5. 62, 1· ἐπί τινος ἢ τινι Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 28, ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 15· - ὡσαύτως, πεφυσιωμένος, ὑπερήφανος, Πολύβ. 3. 82, 2, κτλ.· - ἐπὶ ὕψους, πομπῶδες, ἀντίθετ. τῷ ὑψηλὸς (sublime), Λογγῖν. 3. 2· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, τὸ μετέωρον, τὸ ὕψος τοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 19. 2) κυμαινόμενος, ἀβέβαιος, τὰ μ. τῆς τύχης κινήματα Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· τῶν πραγμάτων ὄντων μ. Δημ. 378. 23, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 2. 12· - Ἐπίρρ. μετεώρως ἔχειν Πλουτ. Κίμ. 13· συγκρ. -ότερον Κικ. πρ. Ἀττικ. 16. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μετέωρος, -ον, Α επικ. τ. μετήορος, -ον, δωρ. τ. πεδάωρος, -ον Μ και μέτωρος, -ον)
1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε αβεβαιότηταἙλλάς ἅπασα μετέωρος ἦν», Θουκ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το μετέωρο(ν)
καθετί που φαίνεται ή συμβαίνει στην ατμόσφαιρα (α. «υδατώδη μετέωρα» β. ηλεκτρικά μετέωρα» γ. «φωτεινά μετέωρα»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε αναμονή
2. αμφιταλαντευόμενος, αναποφάσιστος («μένει μετέωρος τόσον καιρό χωρίς να παίρνει μια απόφαση»)
3. το ουδ. ως ουσ. στερεό σώμα το οποίο, ενώ βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, αναφλέγεται όταν εισέλθει στην ατμόσφαιρα της Γης, από την οποία έλκεται, και λόγω της πυρράκτωσής του γίνεται ορατό στον νυχτερινό ουρανό, καθώς και η αναλαμπή που προκαλείται από την καύση του σώματος αυτού, αλλ. διάττοντας αστέρας, μετεωρίτης
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τα Μετέωρα
συστάδα βράχων στους πρόποδες τών Καμβουνίων, κοντά στην Καλαμπάκα, πάνω στους οποίους έχει συγκροτηθεί από τον 14ο αιώνα μοναστικός οικισμός
4. φρ. «έλαμψε σαν μετέωρο» — λέγεται για πρόσωπο που κίνησε τον θαυμασμό ή το κοινό ενδιαφέρον σε μεγάλο βαθμό αλλά μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα
μσν.
1. (ως τιμητική προσφώνηση) ανώτερος, σπουδαίος
2. αυτός που του αρέσει να χωρατεύει
3. ανακουφισμένος («εὐθύς ἐτέλει τοὺς γάμους μετέωρον ἤδη τὴν ψυχὴν ἔχων», Μηναί.)
μσν.-αρχ.
1. ασταθής, άστατος
2. υπεροπτικός, υπερήφανος
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλό έδαφος, υψηλός (α. «μετέωρα οἰκήματα», Ηρόδ.
β. «τῶν χωρίων τὰ μετεωρότατα λαβόντες», Θουκ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο του αέρα, ψηλά στον αέρα («ἀφικνεῖ μετέωρος ὑπ' αὔρας», Κρατίν.)
3. (για οφθαλμό) αυτός που προεξέχει
4. πρησμένος, διογκωμένος
4. (σχετικά με το δέρμα ή το σώμα του ανθρώπου) επιφανειακός, εξωτερικός
5. ρηχός («καὶ ὀχετοὺς μετεώρους εἰς τὴν ὁδὸν ἔκρουν ἔχοντας ποιεῖν», Αριστοτ.)
6. μετεωρόρριζος
7. (για την αναπνοή) ασθενής και διακεκομμένος («ἄκρεα ψυχρά, πελιδνά, πνεῦμα μετέωρον, ποτὸν διὰ ῥινῶν», Ιπποκρ.)
8. (για πλοίο) αυτός που βρίσκεται στο ανοιχτό πέλαγος
9. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα
10. (για ίππο) αυτός που πηδά ψηλά, που γαυριά
11. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ζύμωσης, ακατακάθιστος, φουσκωμένος
12. (για κατάσταση) αβέβαιος («ἔτι γὰρ τῶν πραγμάτων ὄντων μετεώρων καὶ τοῦ μέλλοντος ἀδήλου», Δημοσθ.)
13. (για συμβόλαιο, σύμβαση, δίκη) εκκρεμής
14. πρόθυμος («μετεώροις ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπὶ πόλεμον», Πολ.)
15. αυτός που σπεύδει βιαστικά
16. (για περίσταση) δεινός, ανώμαλοςχρόνος μετέωρος καὶ κινδυνώδης», Ηφαιστ.)
17. αφερέγγυος
18. (για ύφος) α) πομπώδης, σε αντιδιαστολή προς τον υψηλό
β) λαμπρός, υψηλός
19. (για πρόσ.) αφηρημένος
20. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετέωρα
οι εκκρεμείς υποθέσεις.
επίρρ...
μετεώρως (Α)
1. ψηλά στον αέρα
2. με ενδοιασμούς, διστακτικά
3. με αβεβαιότητα
4. αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο επικ. τ. μετ-ήορος (< μετ-αείρω) < μετ(α)- + -η-ορ-ος, ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. α-Fερ- του ρήματος ἀεὶρω (Ι) «σηκώνω» (βλ. λ. αείρω [Ι]), πρβλ. συν-ᾱορος < συν-αείρω. Το -η- του τύπου είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει», ενώ ο αττ. τ. μετ-έωρος < μετ-ήορος με αντιμεταχώρηση. Προϊόν παρετυμολογίας φαίνεται να είναι η άποψη ότι η λ. μετήορος είναι «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετ' ἀέρος (πρβλ. τη φρ. του Αριστοφάνους στις Νεφέλες «Ἀὴρ ὃς ἔχεις τὴν γῆν μετέωρον») και ότι συνδέεται με τη λ. ἀήρ (βλ. και λ. ἀεὶρω). Τη λ. με την αστρονομική της σημ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. [i]meteora), από όπου πέρασε και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. meteore, αγγλ. meteor).
ΠΑΡ. μετεωρίζω
αρχ.
μετεωρίδιον, μετεωρρσύνη, μετεωρότης
αρχ.-μσν.
μετεωρία, μετεωρώ
μσν.
μετεώριος
νεοελλ.
μετεωρικός, μετεωρίτης, μετεωρίτικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μετεωρολόγος, μετεωροσκόπος
αρχ.
μετεωροθήρας, μετεωρόκλαδος, μετεωροκόπος, μετεωρολέσχης, μετεωροποιός, μετεωροπόλος, μετεωροπόρος, μετεωρόροφος, μετεωρόρριζος, μετεωροσοφιστής, μετεωροφανής, μετεωροφέναξ, μετεωροφρονώ
μσν.
μετεωροβάμων
νεοελλ.
μετεωρογράφος, μετεωρόλιθος, μετεωροπάθεια, μετεωροπαθολογία, μετεωροτρόπος. (Β' συνθετικό) αρχ. υπομετέωρος].

Greek Monotonic

μετέωρος: -ον (ἐώρα, ἀείρω), Επικ. μετήορος, βλ. αυτ.,
I. αυτός που έχει ανυψωθεί από το έδαφος, ο κρεμάμενος, Λατ. suspensus, σε Ηρόδ.· αυτός που βρίσκεται σε υψηλό έδαφος, σε Θουκ.
II. 1. όπως το μετάρσιος, στα μεσούρανα, ψηλά στον αέρα, Λατ. sublimis, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μετέωρον, να περιίπταται στα ύψη, σε Αριστοφ.· τὰ μετέωρα χωρία, οι περιοχές της ατμόσφαιρας, στον ίδ.· τὰμετέωρα, αντικείμενα ψηλά στον ουρανό, αστρονομικά φαινόμενα, στον ίδ., σε Πλάτ.
2. στην ανοιχτή θάλασσα, πέρα μακριά στη θάλασσα, λέγεται για πλοία, σε Θουκ.
III. 1. μεταφ., λέγεται για τον νου, εξηρμένος, ξεσηκωμένος, στα όρια της προσμονής, σε αεροβασία, Λατ. spe erectus, στον ίδ.
2. ταλαντευόμενος, αβέβαιος, σε Δημ.· επίρρ., μετεώρως ἔχειν, είμαι σε αβεβαιότητα, σε Πλούτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: raised on high, in suspense, above the earth, on high sea, superficial, metaph. hesitating, uncertain, pending, excited (Il.).
Other forms: ep. μετήορος, Aeol. a. Dor. πεδάορος (Alc., A.)
Compounds: Often as 1. member, e.g. μετεωρο-λόγος who speaks about τὰ μετέωρα, astronomer, with -έω, -ία (IA.; Capelle Phil. 71, 414ff.).
Derivatives: μετεωρ-ότης f. sublimity (Corn.), -ία absent-mindedness (Suet., M. Ant.), -οσύνη id. (Man.); -ίδιον meaning uncertain (pap. letters). Denomin. μετεωρίζω raise high, encourage (with false hopes) etc., midd.-pass. also become proud, haughty (IA.) with μετεωρ-ισμός (Hp., Arist.), -ισμα (hell.), -ισις (Plu., D.C.) exaltation, excitedness etc.; -ιστής H. as explanation of πεδαοριστής (beside ἵππος φρυ<α>γ-ματίας), -ιστικός exciting (Vett. Val.). -- Also μετεωρέω = μετεωρίζομαι (Ph.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Derivation from *μετ-αείρω, μετ-αίρω (Aeol. πεδαίρω) raise high like συνάορ-ος coupled together from συν-αείρω (ἔξοχ-ος: ἐξ-έχω etc.; Schwyzer 430 a. 460). Also hypostasis of μετ' ἀέρος in the air (with anal. -ο-) is possible, cf. Kretschmer Glotta 31, 449; connection with ἀήρ is indeed obvious, cf. Ar. Nu. 264 Ἀήρ, ὅς ἔχεις την γῆν μετέωρον. Cf. μετάρσιος and Wackernagel Syntax 2, 244, Björck Alpha impurum 112 f.

Middle Liddell

μετέωρος, ον [epic μετήορος, q.v.,] ἐώρα, ἀείρω
I. raised from the ground, hanging, Lat. suspensus, Hdt.;—of high ground, Thuc.
II. like μετάρσιος, in mid-air, high in air, Lat. sublimis, Hdt., Ar.; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Ar.; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.; τὰ μ. things in heaven above, astronomical phenomena, Ar., Plat.
2. on the high sea, out at sea, of ships, Thuc.
III. metaph. of the mind, lifted up, buoyed up, on the tiptoe of expectation, in suspense, Lat. spe erectus, Thuc.
2. wavering, uncertain, Dem.: —adv., μετεώρως ἔχειν to be in uncertainty, Plut.

Frisk Etymology German

μετέωρος: {metéōros}
Forms: ep. μετήορος, äol. u. dor. πεδάορος (Alk., A. in lyr.)
Meaning: ‘in die Höhe gehoben, in der Höhe od. der Luft schwebend, überirdisch, auf hoher See, oberflächlich’, übertr. schwankend, unerledigt, in Spannung, aufgeregt, zerstreut (seit Il.).
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. μετεωρολόγος der von τὰ μετέωρα spricht, Astronom, mit -έω, -ία u. a. (ion. att.; Capelle Phil. 71, 414ff.).
Derivative: Ableitungen: μετεωρότης f. Erhabenheit (Corn.), -ία Zerstreutheit (Suet., M. Ant.), -οσύνη ib. (Man.); -ίδιον Bed. unsicher (Pap.briefe). Denominativum μετεωρίζω ‘in die Höhe heben, erheben, (mit falschen Hoffnungen) ermutigen’, Med.-Pass. auch hochmütig, stolz werden (ion. att.) mit μετεωρισμός (Hp., Arist. usw.), -ισμα (hell.), -ισις (Plu., D.C.) Erhebung, Aufgeregtheit; -ιστής H. als Erklärung von πεδαοριστής (neben ἵππος φρυ<α>γματίας), -ιστικός aufregend (Vett. Val.). — Auch μετεωρέω = μετεωρίζομαι (Ph.). Ableitung von *μεταείρω, μεταίρω (äol. πεδαίρω) emporheben wie συνάορος zusammengekoppelt von συναείρω (ἔξοχος: ἐξέχω usw.; Schwyzer 430 u. 460). Auch Hypostase von μετ’ ἀέρος in der Luft (mit anal. -ο-) wäre denkbar, vgl. Kretschmer Glotta 31, 449; Beziehung auf ἀήρ liegt in der Tat nahe, vgl. Ar. Nu. 264 Ἀήρ, ὅς ἔχεις τὴν γῆν μετέωρον.
Etymology: Vgl. μετάρσιος und Wackernagel Syntax 2, 244, Björck Alpha impurum 112 f.
Page 2,219-220

English (Woodhouse)

anxious, celestial, elevated, excited, hanging in air, hanging in the air, high in air, high in the air, hovering in air, in a ferment, in suspense, in the open sea, of ground, on tenterhooks, on the high seas, on the qui vive, on the tiptoe of excitement, on the tiptoe of expectation, poised in air, raised in air, raised in the air, sloping up, suspended in air

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κρεμασμένος). Άπό τό μετά + αἴρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ μετέωρος: μετεωρίζω (=ὑψώνω), μετεώρισις, μετεωρισμός, μετεωριστής, μετεώρισμα (μετήορος = ἐπικ. τύπος τοῦ μετέωρος).

Lexicon Thucydideum

sublimis, qui terram non tangit, lofty, not touching the earth,
a) de locis editis, concerning elevated places 2.77.3, 3.72.3, 3.89.2, 4.35.4, 4.36.2, 4.44.2, 4.46.2, 4.57.2, 4.112.3, 4.124.3, 4.128.2, 4.128.3, 5.6.3 (de Cerdylio concerning Cerdylium), 7.82.3,
SUP. 4.32.3,
b) de navibus quae procul a terra sunt, concerning ships which are far from land 1.48.2, 1.52.2, 2.91.3, 3.33.3, 4.14.1, 4.26.3, 7.71.6, 8.10.3, 8.42.1,
Transl. translate suspensus, hanging, raised, 2.8.1, 6.10.5,
cuius res firmae non sunt., whose circumstances are unstable.