ἀποσπασμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg.,
A fragment, Cic.Att.2.1.3.
German (Pape)
[Seite 325] τό, dim. zum vorigen, Cic. Attic. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπασμάτιον: τὸ ὑποκορ. = τῷ προηγ., τεμάχιον μικρόν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 1, 3.
Spanish (DGE)
-ου, τό fragmento pequeño Cic.Att.21.3.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπασμάτιον: τό кусочек, отрывок, фрагмент Cic.