γέγαα

Revision as of 14:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. pf. poét. de γίγνομαι.

English (Autenrieth)

see γίγνομαι.

Greek Monotonic

γέγᾰα: Επικ. αντί γέγονα, παρακ. του γίγνομαι· πληθ. γέγᾰμεν, γεγάᾱτε, γεγάᾱσι· μτχ. γεγᾰώς.

Russian (Dvoretsky)

γέγᾰα: эп.-поэт. pf. к γίγνομαι.