γέγαα

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. pf. poét. de γίγνομαι.

English (Autenrieth)

see γίγνομαι.

Greek Monotonic

γέγᾰα: Επικ. αντί γέγονα, παρακ. του γίγνομαι· πληθ. γέγᾰμεν, γεγάᾱτε, γεγάᾱσι· μτχ. γεγᾰώς.

Russian (Dvoretsky)

γέγᾰα: эп.-поэт. pf. к γίγνομαι.

German (Pape)

s. unter γίγνομαι.