A v. πέρνημι.
πεπερημένος: ἴδε περάω (Β).
part. pf. Pass. ion. de περάω².
see περάω.
πεπερημένος: μτχ. Παθ. παρακ. του περάω (Β).
πεπερημένος: эп. part. pf. pass. к περάω II.