πέρνημι
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
3pl.
A περνᾶσι Thgn.1215, Hippon.46 (2sg. περνᾷς dub. in 52); part. περνάς Il.22.45, Hippon.52 (v.l.), E.Cyc.271: Ep. Iterat. 3sg. πέρνασκε Il.24.752: Ep. fut. inf. περάαν 21.454 (but pres. περάω is wrongly inferred from forms like ἐπέρασσα): aor. ἐπέρασσα ib.40, Od.15.387; part. περάσαντες h.Cer.132; aor. opt. 3sg. περάσειε [ᾰ] Od.14.297; aor. subj. 2pl. περάσητε 15.453, cf. ἀποπέρνημι; also aor. ἔπρησα Schwyzer 714 (Samos, vi B. C.): pf. πέπρᾱκα Alex.146.1, Is.7.31, etc. (v. infr.): plpf. ἐπεπράκειν [ᾱ] D.18.23:—Pass., pres. 3sg. πέρνᾰται Ar.Eq. 176, Hsch.: impf. 3pl. ἐπέρναντο Pi.I.2.7; part. περνάμενος [ᾰ] Il.18.292: pf. part. once πεπερημένος 21.58; elsewhere the pf. is Att. πέπρᾱμαι, A.Ch.132, S.Ph.978, etc., inf. πεπρᾶσθαι Ar. Ach.734, Pax1011, And.1.73, etc.; Ion. πέπρημαι Hdt.2.56, imper. πεπρήσθω SIG45.35 (Halic., V B.C.), inf. πεπρῆσθαι ib.38: plpf. ἐπέπρᾱτο Ar.Ach.522: aor. Trag. and Att. ἐπράθην [ᾱ] Sol.36.7, A.Ch. 915, And.1.133, etc.; Ion. ἐπρήθην Hdt.1.156, SIG229.5 (Erythrae, iv B. C.), etc.: Att. fut. πεπράσομαι [ᾱ] Ar.V.179, X.An.7.1.36, later πρᾱθήσομαι Sopat.6, LXX Le.25.23, etc., cf. Moer.p.294 P.: Aeol. pres. inf. πόρναμεν Hsch. (fort. πορνάμεναι): pres. part. Pass. πορνάμεναι Id.—In Att. the usual pres. in act. sense is πωλέω, fut. ἀποδώσομαι, aor. ἀπεδόμην: from πέπρᾱμαι, ἐπράθην, etc. is formed the later pres. Pass. πιπράσκομαι, first found in Lys.18.20, interpol. in Pl.Phd. 69b, Sph.224a, and from this the pres. Act. πιπράσκω first found in Luc.Asin.32: impf. ἐπίπρασκον Plu.2.178c, Per.16; Ion. πιπρήσκω Call.Iamb.1.93, v.l. in Hp.Ep.17:—export for sale, in Ep. usually of exporting captives to foreign parts for sale as slaves, πολλοὺς ζωοὺς ἑλον ἠδὲ πέρασσα Il.21.102, cf. Od.14.297; π. τινὰ Αῆμνον sell one to Lemnos, Il.21.40; ἐς Αῆμνον ib.58 (Pass.), 78; σέ γε… νηυσὶν λάβον ἠδ' ἐπέρασσαν τοῦδ' ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ' Od.15.387; κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους ib.453; δήσειν καὶ περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων Il.21.454; κτείνων καὶ περνὰς ν. ἔ. τ. 22.45; πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε πέρην ἁλὸς… ἐς Σάμον 24.752; οὐδ' ἡμᾶς περνᾶσι Thgn. l. c., cf. Hippon.46; later also of other merchandise, ὡς χαραδριὸν περνάς Id.52 (v.l. μῶν… περνᾷς; τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ' εἶδον E.Cyc. l. c.:—Pass., κτήματα περνάμεν' ἵκει Il.18.292, cf. Pi.I.2.7; πάντα… πέρναται Ar.Eq.176.
2 simply, sell (as always in the Att. forms), τὰ κτήματα πέντε ταλάντων πεπρακότας Is. l.c.:—Pass., to be sold, esp. for exportation, Sol. l. c., Hdt.1.156, A.Ch.915, E.Ion310; ἐς Αιβύην, ἐς Θεσπρωτούς, Hdt.2.54,56; ἐπ' ἐξαγωγῇ SIG45.38 (Halic., V B.C.); ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα interpol. in Pl.Phd. 69b; τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθέν Id.Lg.850a; πραθείσης ὀλίγου [τῆς πεντηκοστῆς] the tax of 2 per cent. having been sold or let for a small sum, And.1.133.
II sell for a bribe, of political leaders, τοὺς πεπρακότας αὑτοὺς ἐκείνῳ D.10.63, cf. 17.13; τὰ ὅλα πεπρακέναι Id.18.28; τἆλλα πλὴν ἑαυτοὺς οἰομένοις πωλεῖν πρώτους ἑαυτοὺς πεπρακόσιν αἰσθέσθαι ib.46; τὴν πατρῴαν γῆν πεπρακέναι Din.1.71; πεπρακότες τὴν τοῦ βίου παρρησίαν Alex.146.1: metaph. in Pass., πέπραμαι I am bought and sold!, i.e. betrayed, ruined, πέπραμαι κἀπόλωλα S.Ph.978; εὐμορφίᾳ πραθεῖσα E.Tr.936. (Cogn. with περάω (A), πέραν, OIr. renaid 'he sells'.)
German (Pape)
[Seite 602] (vgl. περάω), ausführen und verkaufen, veräußern, bes. vom Menschenhandel, von Gefangenen, die zur See ausgeführt und in einjenseits gelegenes Land verkauft werden; part. praes. act., περνὰς νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων, Il. 22, 45, u. pass., πολλὰ δὲ δὴ Φρυγίην κτήματα περνάμεν' ἵκει, 18, 292; u. in der Iterativform, πέρνασκε, 24, 752, παῖδας ἐμοὺς Ἀχιλλεὺς πέρνασχ' ὅντιν' ἕλεσκε, ἐς Σάμον, Pind. οὐκ ἐπερναντο, I. 2, 7; τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ' εἶδον, Eur. Cycl. 271; διὰ σοῦ ταῦτα πάντα πέρνανται, Ar. Equ. 176.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. itér.
exporter et vendre ; Pass. être vendu : κτήματα περνάμενα IL denrées, marchandises.
Étymologie: DELG apparenté à πόρνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέρνημι [~ πείρω] ander praes. πιπράσκω (zie daar); poët. ptc. praes. περνάς, med. περνάμενος, iter. imperf. 3 sing. πέρνασκε; ep. aor. ἐπέρασ(σ)α, conj. 2 plur. περάσητε, opt. 3 sing. περάσειε; ptc. perf. med. πεπερημένος; ep. inf. fut. περάαν, exporteren, verkopen; meestal van slaven:; περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων verkopen naar verre eilanden Il. 21.454; σέ... ἐπέρασσαν τοῦδ’ ἀνδρὸς πρὸς δώματα jou hebben ze verkocht aan het huis van deze man Od. 15.387; zelden van goederen:. Φρυγίην... κτήματα περνάμεν’ ἵκει de bezittingen zijn door verkoop in Phrygië terechtgekomen Il. 18.292; τὰ χρήματα περνάντα σ’ εἶδον ik zag je de spullen verkopen Eur. Cycl. 271.
Russian (Dvoretsky)
πέρνημι: вывозить на продажу, продавать (παῖδάς τινος Hom.; τὰ χρήματα τοῖς ξένοις Eur.).
English (Autenrieth)
(parallel form of περά Od. 24.2), part. περνάς, ipf. iter. πέρνασκε, pass. pres. part. περνάμενα: sell. (Il.)
Greek Monolingual
Α
1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ' ἐπέρασσαν τοῦδ' ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ.
β. «τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ' εἶδον», Ευρ.)
2. πουλώ, εμπορεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. πέρ-νη-μι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα perā- / perә- / per- «διαπερνώ, διακομίζομαι, διέρχομαι» (πρβλ. πείρω, πέρα, πείρα, πόρος, πέρας) και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας (με φωνηεντισμό -ε-, αντί του αναμενόμενου -α-, πιθ. κατ' επίδραση του αορ. ἐ-πέρα-σα) παρεκτεταμένη με έρρινο ένθημα -ν-η- (pr-n-eә2-), πρβλ. δάμ-ν-η-μι, κίρ-ν-η-μι, πίτ-ν-η-μι. Η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. παλαιό ιρλδ. renim) μαρτυρείται στους αιολ. τ. «πορνάμεν
πωλεῖν» και «πορνάμεναι
πωλούμεναι» (Ησύχ.) με φωνηεντισμό –ο-, χαρακτηριστικό της αιολ. διαλέκτου (βλ. και λ. πόρνη). Ο αόρ. ἐ-πέρᾰ-σα ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή της ρίζας, με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν, ενώ ο παρκμ. πέ-πρᾱ-μαι, ο παθ. αόρ. ἐ-πρα-θην και ο δευτερογενής ενεστ. τ. πι-πρᾱ-σκω (με ενεστ. διπλασιασμό πι- και ενεστ. επίθημα -σκω) στη δισύλλαβη μορφή της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο (πρβλ. και πρᾱ-σις, πρᾱ-τήρ, πρᾱ-της). Ανάλογος σχηματισμός παρατηρείται στο ρ. κεράννυμι (αόρ. ἐ-κέρᾰ-σα, παρακμ. κέ-κρᾱ-μαι, παθ. αόρ. ἐ-κρᾱ-θην). Το ρ. πέρνημι με αρχική σημ. «εξάγω προς πώληση αιχμαλώτους» συν. διά θαλάσσης χρησιμοποιήθηκε και με την γενικότερη σημ. του πουλώ ως συνώνυμο τών πωλώ, αποδίδομαι. Στην ίδια οικογένεια, τέλος, εντάσσεται η λ. πόρνη, που παρουσιάζει ανώμαλο φωνηεντισμό -ο- και σημασιολογική διαφοροποίηση από την αρχική σημ. του πέρνημι (βλ. λ. πόρνη)].
Greek Monotonic
πέρνημι: μτχ. περνάς· γʹ ενικ. Ιων. προστ. πέρνασκε, όπως το πιπράσκω· εξάγω προς πώληση, πουλώ ως σκλάβο (πρβλ. περάω Β), πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε πέρην ἁλὸς ἐς Σάμον, σε Ομήρ. Ιλ.· περνὰς νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων, στο ίδ.· γενικά, τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάς, σε Ευρ. — Παθ., κτήματα περνάμενα, πράγματα πωλούμενα ή προς πώληση, σε Ομήρ. Ίλ.· πάντα πέρναται, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πέρνημι: μετοχ. περνάς, γ΄, Ἰων. παρατ. πέρνασκε· ― ποιητ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον Ἐπικ., ἀντὶ πιπράσκω, ἐξάγω τι ἐκ χώρας τινὸς πρὸς πώλησιν, συνήθως ἐπὶ αἰχμαλώτων, οἵτινες μετεφέροντο πέραν τῆς θαλάσσης (πρβλ. περάω Β) καὶ ἐπωλοῦντο ὡς δοῦλοι, πέρνασχ’ ὅντιν’ ἕλεσκε πέρην ἁλός... ἐς Σάμον Ἰλ. Ω. 752· περνὰς νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων Ἰλ. Χ. 45· οὐδ’ ἡμᾶς περνᾶσι Θέογν. 1215, πρβλ. Ἱππώνακτα 36· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων ἐμπορευμάτων, χαράδριον περνὰς Ἱππῶναξ 43· τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνὰς Εὐρ. Κύκλ. 271. ― Παθ., κτήματα περνάμενα, πράγματα πωλούμενα ἢ πρὸς πώλησιν, Ἰλ. Σ. 292, πρβλ. Πίνδ. Ι. 2. 11· πάντα... πέρναται Ἀριστοφ. Ἱππ. 176.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to take for selling, to sell (Il.).
Other forms: πέρναμαι (Il.), aor. περασ(σ)αι (Il., also Aeol. a. Ion. inscr.) w. fut. inf. περάαν (Φ 454), pass. πραθῆναι, Ion. πρηθ-, w. fut. -ήσομαι, perf. midd. πέπραμαι, -ημαι (IA.), w. fut. πεπράσομαι (Ar., X.); as young Att. innovations act. πέπρακα and pres. πιπράσκομαι, later -ω (Thphr. [?], Luc., Plu.), -ήσκω (Call.); further forms: ἔπρησα (Samos VIa; to ἐπήθην), πέρνησον πώλησον H. (from present); πεπερημένος (Φ 58; for πεπρημένος after περάσαι).
Compounds: Also w. ἀπο-, παρα-, συν- a.o..
Derivatives: 1. πρᾶσις, Ion. πρῆσις f. (διά-, ἀπό- πέρνημι a.o.) sale (IA.) with πράσιμος for sale (Pl., X.; Arbenz 64 a. 66). 2. ἀπόπραμα n. sub-letting (hell. pap.). 3. πρατήρ, Ion. πρη- m. salesman (IA.) with -ήριον n. selling point, market (Hdt.; hell.); also πράτωρ, -ορος m. id. (hell. inscr. a. pap.; προ- πέρνημι Din. a. Is. in Poll.) with πρατορεύω to act as a salesman (Tenos IIIa). 4. πράτης, -ου m. id. (also συμ-, προ- πέρνημι; Att. orator in Poll., pap.); in late papp. etc. often in compounds like ἐλαιο-, οἰνο-πρά-της; cf. also Fraenkel Nom. ag. 1, 43 f. a. 214. 5. πρατικός in -ή, -όν sales tax, resp. sale on commission (pap.).
Origin: IE [Indo-European] [817] *perh₂- sell
Etymology: The system περά-σαι: πέ-πρα-μαι, πρα-θῆναι agrees with zu κεράσαι: κέ-κρα-μαι, κρα-θῆναι; also with πελά-σαι: πέ-πλη-μαι, πλῆ-το (s. κεράννυμι and πέλας) etc.; to this πέρ-νη-μι, περ-να-μαι with analog. ε for orig. zero grade, which appears in πορνάμεν πωλεῖν, πορνάμεναι πωλούμεναι H. (Aeol.). The antiquity of this present formation is shown by the identical forms in Celt., OIr. renim sell (IE *pr̥-neh₂-: *pr̥-nh₂-); cf. κίρνημι, πίλναμαι. Further without exact non-Gr. agreement. The word represents an old branch of the great family of πείρω, πέρα (s. vv.); on the development of the meaning Schulze Kl. Schr. 203 n. 3, Benveniste BSL 51, 38. -- As present and aor. act. were used for the vanishing πέρνημι, πέρναμαι and περάσαι, especially in Ion. and Att., other verbs: πωλεῖν (πωλῆσαι) and ἀποδόσθαι (ἀποδίδοσθαι), also in fut. πωλήσω and ἀποδώσομαι; s. Chantraine Rev. de phil. 66, 11ff. w. further details a. lit. S. also πόρνη.
Middle Liddell
like πιπράσκω
to export for sale, to sell as slaves (cf. περάω2), πέρνασχ' ὅντιν' ἕλεσκε πέρην ἁλὸς ἐς Σάμον Il.; περνὰς νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων Il.: generally, τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάς Eur.:—Pass., κτήματα περνάμενα goods sold or for sale, Il.; πάντα πέρναται Ar.
Frisk Etymology German
πέρνημι: {pérnēmi}
Forms: πέρναμαι (vorw. ep. poet. seit Il.), Aor. περασ(σ)αι (ep. seit Il., auch äol. u. ion. Inschr.) m. Fut. Inf. περάαν (Φ 454), Pass. πραθῆναι, ion. πρηθ-, m. Fut. -ήσομαι, Perf. Med. πέπραμαι, -ημαι (ion. att.), m. Fut. πεπράσομαι (Ar., X.); dazu als jungatt. Neubildungen Akt. πέπρακα und Präs. πιπράσκομαι, später -ω (Thphr. [?], Luk., Plu.), -ήσκω (Kall.). weitere Formen: ἔπρησα (Samos VIa; zu ἐπήθην), πέρνησον· πώλησον H. (vom Präsens); πεπερημένος (Φ 58; für πεπρημένος nach περάσαι).
Grammar: v.
Meaning: zum Verkauf ausführen, verkaufen;
Composita: auch m. ἀπο-, παρα-, συν- u.a.,
Derivative: Ableitungen. 1. πρᾶσις, ion. πρῆσις f. (διά-, ἀπό- ~ u.a.) Verkauf (ion. att.) mit πράσιμος verkäuflich (Pl., X.; Arbenz 64 u. 66). 2. ἀπόπραμαn. Afterpacht (hell. Pap.). 3. πρατήρ, ion. πρη- m. Verkäufer (ion. att.) mit -ήριον n. Verkaufstelle, Markt (Hdt.; hell. u. sp.); auch πράτωρ, -ορος m. ib. (hell. Inschr. u. Pap.; προ- ~ Din. u. Is. bei Poll.) mit πρατορεύω als Verkäufer auftreten (Tenos IIIa). 4. πράτης, -ου m. ib. (auch συμ-, προ- ~; att. Redner bei Poll., Pap.); in späten Papp. usw. oft in Zusammenbildungen wie ἐλαιο-, οἰνοπράτης; vgl. noch Fraenkel Nom. ag. 1, 43 f. u. 214. 5. πρατικός in -ή, -όν Verkaufsteuer, bzw. Kommissionsverkauf (Pap.).
Etymology: Das System περάσαι: πέπραμαι, πραθῆναι stimmt zu κεράσαι: κέκραμαι, κραθῆναι; auch zu πελάσαι: πέπλημαι, πλῆτο (s. κεράννυμι und πέλας) usw.; dazu πέρνημι, περναμαι mit analog. ε für die urspr. Schwundstufe, die indessen in πορνάμεν· πωλεῖν, πορνάμεναι· πωλούμεναι H. (äol.) zum Vorschein kommt. Das Alter dieser Präsensbildung ist durch die damit identischen Formen im Kelt., air. renim verkaufe (idg. *pr̥-nā-: *pr̥-nə-) bezeugt (vgl. κίρνημι, πίλναμαι). Im übrigen ohne genaue außergr. Entsprechung. Das Wort stellt eine alte Verzweigung der großen Sippe in πείρω, πορεῖν, πέρα (s. dd.) dar; zur Bed.entwicklung Schulze Kl. Schr. 203 A. 3, Benveniste BSL 51, 38. — Als Präsens und Aor. Akt. traten für die zurückweichenden und außer Gebrauch kommenden πέρνημι, πέρναμαι und περάσαι, namentlich im Ion. und Att., andere Verba ein: πωλεῖν (πωλῆσαι) und ἀποδόσθαι (ἀποδίδοσθαι), ebenso im. Fut. πωλήσω und ἀποδώσομαι; s. Chantraine Rev. de phil. 66, 11ff. m. weiteren Einzelheiten u. Lit. S. auch πόρνη.
Page 2,516-517
Translations
sell
Abkhaz: аҭира; Afrikaans: verkoop; Aghwan: 𐔸𐕒𐔲𐕒𐕡𐔳𐔰𐕘𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Albanian: shes; Amharic: መሸጥ; Arabic: بَاعَ; Egyptian Arabic: باع; Moroccan Arabic: باع; Armenian: վաճառել, ծախել; Aromanian: vindu; Assamese: বেচ, বিক্ৰী কৰ; Asturian: vender; Avar: бичизе; Azerbaijani: satmaq; Bashkir: һатыу; Basque: saldu; Belarusian: прадаваць, прадаць; Bengali: বেচা; Bhojpuri: बेचल; Breton: gwerzhañ; Bulgarian: продавам, продам; Burmese: ရောင်း; Catalan: vendre; Cebuano: baligya; Chechen: дохка; Cherokee: ᎤᎾᏕᎦ; Chinese Cantonese: 賣, 卖; Hokkien: 賣, 卖; Mandarin: 賣, 卖, 售, 贩卖; Cornish: gwertha; Czech: prodávat, prodat; Dalmatian: vandro; Danish: sælge; Dutch: verkopen; Esperanto: vendi; Estonian: müüma; Extremaduran: vendel; Farefare: koose; Faroese: selja; Finnish: myydä; French: vendre; Friulian: vendi; Galician: vender; Georgian: გაყიდვა, ვაჭრობა; German: verkaufen, vertreiben; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌿𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: πουλάω; Ancient Greek: ἀναδίδομαι, ἀποδίδωμι, ἀποπέρνημι, ἀποπρατίζομαι, ἐξοδάω, ἐξοδῶ, καταπιπράσκω, καταπωλέω, καταπωλῶ, περάω, περνάω, πέρνημι, περνῶ, περῶ, πιπράσκω, πιπρήσκω, προχωρέω, προχωρῶ, πωλεῖν, πωλέω, πωλῶ; Gujarati: વેચવું; Haitian Creole: vann; Hawaiian: kūʻai; Hebrew: מכר; Higaonon: baligya; Hindi: बेचना; Hungarian: ad, elad, pénzzé tesz, árul, árusít, kereskedik; Icelandic: selja; Indonesian: jual, menjual; Ingrian: möövvä; Ingush: дохка; Irish: díol; Italian: vendere; Iu Mien: maaic; Japanese: 売る; Javanese: edol; Kabuverdianu: bende, bendi, vendê; Kabyle: zzenz; Kazakh: сату, сатпақ болу; Khmer: លក់; Kongo: kuteka; Korean: 팔다, 판매하다; Kumyk: сатмакъ; Kurdish Northern Kurdish: firotin; Kyrgyz: сатуу, сатып бер-; Ladino Hebrew: ב׳ינדיר; Latin: vender; Lao: ຂາຍ; Latgalian: puordūt; Latin: vendo; Latvian: pārdot; Lithuanian: parduoti; Lombard: vend; Luxembourgish: verkafen; Macedonian: продава; Malay: menjual; Maore Comorian: uudza; Maori: hoko; Mauritian Creole: vande; Mongolian: худалдах, зарах; Moore: koose; Norman: vendre; North Frisian: ferkuupe; Norwegian: selge; Occitan: vénder, vendre; Ojibwe: adaawaage; Old Church Slavonic: вѣнити; Old Javanese: dol; Oromo: gurguruu; Ossetian: ауӕй кӕнын; Ottoman Turkish: صاتمق; Papiamentu: bende; Pashto: پلورل; Persian: فروختن; Piedmontese: vende; Polish: sprzedawać, sprzedać; Portuguese: vender; Punjabi: ਵੇਚਣਾ; Quechua: rantikuy, ranqhay, qhatuy; Rohingya: bes-; Romani: bikinel; Romanian: vinde; Romansch: vender; Russian: продавать, продать; Sardinian: bèndhere, bendi, bèndiri, bènnere, vèndhere; Scottish Gaelic: reic; Serbo-Croatian Cyrillic: продавати, продати; Roman: prodavati, prodati; Sicilian: vìnniri; Sinhalese: විකුණනවා; Slovak: predávať, predať; Slovene: prodajati, prodati; Sorbian Lower Sorbian: pśedawaś, pśedaś; Spanish: vender; Swahili: kuuza; Swedish: sälja; Tabasaran: масу тувуб; Tagalog: magbili, ipagbili, ibenta; Tai Dam: ꪄꪱꪥ; Tajik: фурӯхтан; Tamil: வில்; Tatar: сатарга; Tausug: dagang; Tetum: fa'an; Thai: ขาย; Tibetan: འཚོང; Tocharian B: plänk-; Turkish: satmak; Turkmen: satmak; Tuvan: садар, саттынар; Udmurt: вузаны; Ukrainian: продавати, продати; Urdu: بیچنا; Uyghur: ساتماق; Uzbek: sotmoq; Venetian: véndar, vénder; Vietnamese: bán; Walloon: vinde; Welsh: gwerthu; White Yagnobi: пиронсак; Yakut: атыылаа; Yiddish: פֿאַרקויפֿן; Yoruba: tà; Zhuang: gai