ἔποχον

Revision as of 14:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

τό,

   A saddle-cloth, housing, X.Eq.12.9.

German (Pape)

[Seite 1011] τό, der eigentliche Sitz des Sattels, nach Anderen Sattelgurt, Xen. re equ. 12, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποχον: τό, τὸ κάλυμμα τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ ζώνη ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
selle de cavalier.
Étymologie: ἔποχος.

Greek Monotonic

ἔποχον: τό, πάνινο κάλυμμα σέλας, περικάλυμμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔποχον: τό попона или седло Xen.