ἐξέγερσις

Revision as of 14:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A awakening, Plb.9.15.4 (pl.).    2 waking up, D.H.3.70, Plu.2.909d.

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, das Aufwachen, Aufstehen; Pol. 9, 15, 4; D. Hal. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέγερσις: -εως, ἡ, ἐπὶ στρατοῦ, τὸ ἐξεγείρειν αὐτὸν ἐκ τοῦ ὕπνου ἢ ἐκ τοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 9. 15, 4. 2) τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, μετὰ τὴν ἐξέγερσιν οὐχ εὑρίσκων τινὰς Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλούτ. 2. 909C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de réveiller, d’exciter.
Étymologie: ἐξεγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέγερσις: εως ἡ пробуждение Plut.: ποιεῖν τὰς ἐξεγέρσεις Polyb. просыпаться.