ἐξεγείρω
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
A awaken, S.OT65, Tr.978:—Pass., ἐξεγείρομαι = to be awaked, ὑπαὶ κώνωπος A.Ag.892; wake up, Hdt.1.34, E.Or.1530: aor.2 Med. ἐξηγρόμην Ar.Ra.51; Ep.3pl. ἐξέγροντο Theoc.24.21; 3sg. ἐξέγρετο Hsch.; inf. ἐξεγρέσθαι Pl.Smp. 223c; ἐξεγρόμενος ibid.: so also pf. Act. ἐξεγρήγορα Ar.Av.1413: 2sg. aor. 2 Pass. ἐξέγρης· ἐξηγέρθης, Hsch.
2 raise from the dead, 1 Ep.Cor.6.14:—Pass., A.Ch. 495.
3 metaph., awake, arouse, εὕδοντα φόνον E.El.41; ἄνθρακα Ar.Lys.315; τὸν ἵππον X.Eq.11.12; πόλεμον D.S.14.44; ὁ ἄνεμος τὸ πῦρ ἐ. Arist.Pr.866a18.
German (Pape)
[Seite 874] (s. ἐγείρω), aufwecken, erwecken; οὐ μὴ 'ξεγερεῖς τὸν ὕπνῳ κάτοχον Soph. Tr. 974; ὥστ' οὐχ ὕπνῳ γ' εὕδοντά μ' ἐξεγείρετε O. R. 65; ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην Aesch. Ag. 866; ὀνείδεσιν Ch. 488; oft Eur., auch übertr., φόνον El. 41; ἄνθρακα, anfachen, Ar. Lys. 315 u. Sp.; Pol. 18, 2, 5; πόλεμον D. Sic. 14, 44. – Pass., aufgeweckt werden, aufwachen, ἐπεί τε ἐξηγέρθη Her. 1, 34; Xen. Cyr. 8, 7, 2 u. A. Eben so der aor. II. med.; κᾆτ ἔγωγ' ἐξηγρόμην Ar. Ran. 51, wie γρεσθαι geschrieben ist; auch perf. II., τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν Ar. Av. 1413, hat sich erhoben.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξήγειρα;
1 tr. réveiller, éveiller ; Pass. être réveillé, se réveiller;
2 intr. (au pf. ἐξεγρήγορα et à l'ao. Moy. sync. ἐξηγρόμην) être réveillé ou être éveillé;
NT: ressusciter.
Étymologie: ἐξ, ἐγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεγείρω: (aor. ἐξήγειρα)
1 будить, пробуждать (τινὰ ὕπνῳ εὔδοντα Soph.; τὴν δύναμιν ὑπὸ τὴν ἑωθινήν Polyb.);
2 возбуждать, горячить (ἵππον Xen.);
3 воскрешать в памяти (τὸν Ἀγαμέμνονος φόνον Eur.);
4 разжигать, раздувать (ἄνθρακα Arph.; πῦρ Arst.);
5 вызывать, разжигать (μέγαν πόλεμον Diod.);
6 med.-pass. (pf. ἐξεγρήγορα, aor. ἐξηγρόμην) пробуждаться, просыпаться Aesch., Eur., Her., Arph., Plut.: ἐξεγρέσθαι (v.l. ἐξέγρεσθαι) ἤδη ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. проснуться уже с пением петухов; κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν Arph. случилось немалое несчастье.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεγείρω: μέλλ., -ερῶ, ἐξεγείρω τινὰ τοῦ ὕπνου, ἀφυπνίζω, ὥστ’ οὐχ ὕπνω γ’ εὔδοντά μ’ ἐξεγείρετε Σοφ. Ο. Τ. 65, Τρ. 478: ― Παθ., ἀφυπνίζομαι, ὑπαὶ κώνωπος Αἰσχύλ. Ἀγ. 892: ἐξυπνῶ, Ἡρόδ. 1. 34, Εὐρ. Ὀρ. 1530· οὕτω καὶ ἐν τῷ συγκεκομμένῳ ἀορ., ἐξηγρόμην Ἀριστ. Βάτρ. 51· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐξέγροντο Θεόκρ. 24. 21· ἀπαρ. ἐξεγρέσθαι (κοινῶς -έγρεσθαι) Πλάτ. Συμπ. 223C· ἐξεγρόμενος αὐτόθι· οὕτω καὶ πρκμ. ἐξεγρήγορα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1413. 2) ἐξεγείρομαι, ἐξοργίζομαι, ἆρ’ ἐξεγείρει τοῖσδ’ ὀνείδεσιν, πάτερ; Αἰσχύλ. Χο. 495. 3) μεταφορ., διεγείρω ζήτημα περὶ παρελθόντος συμβεβηκότος καὶ λησμονηθέντος, Λατ. excitare, εὕδοντ’ ἂν ἐξήγειρε τὸν Ἀγαμέμνονος φόνον Ευρ. Ἠλ. 41· σκαλίζω τὸ πῦρ, κάμνω ν’ ἀνάψῃ, τὸν ἄνθρακ’ ἐξεγείρειν Ἀριστοφ. Λυσ. 315· ἐπὶ ἵππου, διεγείρω αὐτὸν, Ξεν. Ἱππ. 11. 12· πόλεμον Διόδ. 14. 44.
Spanish
English (Strong)
from ἐκ and ἐγείρω; to rouse fully, i.e. (figuratively) to resuscitate (from death), release (from infliction): raise up.
English (Thayer)
(ἐξεγέρω; 1st aorist ἐξήγειρά; to arouse, raise up (from sleep; Sophocles, Euripides, Xenophon, others); from the dead (Aeschylus cho. 495), to rouse up, stir up, incite: τινα, to resistance, τόν θυμόν τίνος, ἐξήγειρά σε "I have raised thee up into life, caused thee to exist, or I have raised thee to a public position, set thee up as king" (Josephus, Antiquities 8,11, 1 βασιλεύς γάρ ἐξεγείρεται ὑπ' ἐμοῦ); but the objection to these interpretations lies in the fact that Paul draws from ἐξεγείρειν must be nearly synonymous with σκληρύνειν (but see Meyer).
Greek Monolingual
(AM ἐξεγείρω) εγείρω
1. σηκώνω κάποιον, τον κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο
2. διεγείρω, προκαλώ («μέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)
3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες»)
4. ξεσηκώνω κάποιον εναντίον άλλου
αρχ.-μσν.
ανασταίνω («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῦ τάφου»)
μσν.
παρακαλώ
αρχ.
1. μέσ. ἐξεγείρομαι
σηκώνομαι όρθιος
2. (για φωτιά) αναζωπυρώνω.
Greek Monotonic
ἐξεγείρω: μέλ. -ερῶ,
I. 1. αφυπνίζω, σε Σοφ. — Παθ., αφυπνίζομαι, ξυπνώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συγκοπτ. αόρ. βʹ ἐξηγρόμην, σε Αριστοφ. Επικ. γʹ πληθ. ἐξέγροντο, σε Θεόκρ.· παρακ. βʹ ἐξεγρήγορα, σε Αριστοφ.
2. εγείρομαι, ανασταίνομαι από τους νεκρούς, σε Αισχύλ.
3. μεταφ., ξυπνώ, αφυπνίζομαι, αντιλαμβάνομαι, παρακινώ, εμψυχώνω, εισάγω, ανακινώ, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ερῶ
1. to awaken, Soph.:—Pass. to be awaked, wake up, Hdt., etc.; syncop. aor2 ἐξηγρόμην Ar.; epic 3rd pl. ἐξέγροντο Theocr.; perf. 2 ἐξεγρήγορα Ar.
2. to raise from the dead, Aesch.
3. metaph. to awake, arouse, bring on, Eur.
Chinese
原文音譯:™xege⋯rw 誒克士-誒給羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:出去-喚醒 相當於: (יָקַץ) (עוּר / עָעַר) (קוּם / קָמָי / תְּקֹומֵם) (קוּץ / קִיץ)
字義溯源:完全喚醒,復起,復活,喚起,出現,興起來;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἐγείρω)*=醒)組成。參讀 (ἀνάστασις)同義字
出現次數:總共(2);羅(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 我⋯興起來(1) 羅9:17;
2) 復活(1) 林前6:14
Léxico de magia
1 despertar a personas, en encantamientos ἐπακούσατέ μου καὶ ἐξεγείρατε τὴν δεῖνα ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ escuchadme y despertad a fulana en esta noche P IV 1424 2 despertar, levantar, evocar las almas de los muertos πέμψον δὲ Ἐρινύν, ..., ψυχὰς καμόντων ἐξεγείρουσαν πυρί envía a Erinia, que levanta con fuego las almas de los que han muerto P IV 1420 démones ὁρκίζω σε, μὴ παρακούσῃς τῶν ὀνομάτων, ἀλλὰ ἐξέγειρε σεαυτόν te conjuro, no desoigas los nombres, sino despiértate SM 50 50