ἰθύτρῐχες: οἱ, αἱ, πληθ. τοῦ ἰθύτριξ.
pl. de ἰθύθριξ.
ἰθύτρῐχες: πληθ. του ἰθύθριξ.
ἰθύτρῐχες: pl. к ἰθύθριξ.