ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
pl. de ἰθύθριξ.
ἰθύτρῐχες: pl. к ἰθύθριξ.
ἰθύτρῐχες: οἱ, αἱ, πληθ. τοῦ ἰθύτριξ.
ἰθύτρῐχες: πληθ. του ἰθύθριξ.