ἰθύτριχες

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

French (Bailly abrégé)

pl. de ἰθύθριξ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθύτρῐχες: pl. к ἰθύθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύτρῐχες: οἱ, αἱ, πληθ. τοῦ ἰθύτριξ.

Greek Monotonic

ἰθύτρῐχες: πληθ. του ἰθύθριξ.