ἔρειο: Ἐπ. προστ. τοῦ ἔρομαι (ἐρωτῶ), Ἰλ. Λ. 611.
2ᵉ sg. impér. prés. de ἔρομαι.
see ἔρομαι.
ἔρειο: Επικ. αντί ἐροῦ, προστ. του ἔρομαι.
ἔρειο: эп. imper. к ἔρομαι.