ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
2ᵉ sg. impér. prés. de ἔρομαι.
ἔρειο: эп. imper. к ἔρομαι.
ἔρειο: Ἐπ. προστ. τοῦ ἔρομαι (ἐρωτῶ), Ἰλ. Λ. 611.
see ἔρομαι.
ἔρειο: Επικ. αντί ἐροῦ, προστ. του ἔρομαι.