συνεστίη
Greek (Liddell-Scott)
συνεστίη: ἴδε συνεστώ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.
Russian (Dvoretsky)
συνεστίη: ἡ (общее) пиршество Her.
συνεστίη: ἴδε συνεστώ.
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.
συνεστίη: ἡ (общее) пиршество Her.