συνεστίη

Revision as of 15:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek (Liddell-Scott)

συνεστίη: ἴδε συνεστώ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.

Russian (Dvoretsky)

συνεστίη: ἡ (общее) пиршество Her.