συνεστίαση

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Greek Monolingual

η / συνεστίασις, -άσεως, ΝΜΑ, και συνεστίη Α συνεστιῶ
το να μετέχει κάποιος στο ίδιο γεύμα, να παρακάθεται σε γεύμα μαζί με άλλους
νεοελλ.
γεύμα με πολλούς καλεσμένους.