εἶμεν
Greek (Liddell-Scott)
εἶμεν: (= ἰέναι) ἐφ’ ᾧ αὐτὰν ἐλευθέραν εἶμεν ποιεῖν ὃ κα θέλῃ, εἶμεν εἶ κα θέλῃ Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 336.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. dor. de εἰμί;
1ᵉ pl. opt. de εἰμί (par contr. att. p. εἴημεν).
Russian (Dvoretsky)
εἶμεν: 1) дор. inf. к εἰμί;
2) (= εἴημεν) 1 л. pl. opt. к εἰμί.