συναρωγός

Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

όν,

   A helper, h.Mart.4, AP6.259 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1004] mit helfend, Gehülfe; H. h. 7, 4; Philp. 21 (VI, 259).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰρωγός: -όν, συμβοηθός, συναρωγὲ Θέμιστος Ὕμν. Ὁμ. 7. 4· συναρωγὸς ἐν σταδίοις Ἀνθ. Π. 6. 259, 3.

Greek Monolingual

-όν, Α
συμβοηθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)].

Greek Monolingual

-όν, Α
συμβοηθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀρωγός «βοηθός» (< ἀρήγω)].

Russian (Dvoretsky)

συνᾰρωγός: ὁ помощник HH, Anth.