ἀρωγός

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ρωγός Medium diacritics: ἀρωγός Low diacritics: αρωγός Capitals: ΑΡΩΓΟΣ
Transliteration A: arōgós Transliteration B: arōgos Transliteration C: arogos Beta Code: a)rwgo/s

English (LSJ)

[ᾰ], όν, (ἀρήγω)
A aiding, succouring, propitious, τινί Pi.O.2.49, A.Eu.289: abs., Id.Pr.997, S.OT206 (lyr.):—rare in Prose, beneficial, medically, Hp.Aër.10; ἔλαιον . . ταῖς θριξὶ ἀ. Pl.Prt.334b.
2 c. gen., serviceable, useful towards a thing, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα A.Eu.486; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας serviceable in sea-craft, S.Aj. 357; δίψους ἀρωγός = against thirst, Antiph.150; πόνων Luc.Trag.54: with Preps., ἐπὶ ψευδέσσι Il.4.235; πρός τι Th.7.62: and c. dat., ῥίζας ἐχίεσσιν ἀ. serviceable against, Nic. Th.636.
II as substantive, helper, especially in battle, ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί Il.8.205, etc.; also, defender before a tribunal, advocate, ib.18.502; ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp.726.

Spanish (DGE)

-όν
• Prosodia: [ᾰ]
• Morfología: [frec. pred. y subst.]
1 de pers. partidario, amigo ἐμοὶ δ' οὐκ εἰσὶν ἀρωγοί Od.18.232, σπανίσμεθ' ἀρωγῶν A.Pers.1024, cf. Colluth.175
abogado, defensor λαοὶ δ' ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοί Il.18.502, ἐγὼ δ' ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp.726.
2 gener., esp. de dioses auxiliador, protector, defensor c. dat. ὅσοι Δαναοῖσιν ἀρωγοί Il.8.205, cf. S.Ph.1217, Τρώεσσιν Il.21.371, 428, θάλος ἀρωγὸν δόμοις Pi.O.2.49
c. gen. πόρεισιν ἐλπίδων ἔτι κοινοτόκων ... ἀρωγοί S.El.454, cf. 859, χηρῶν, ὀρφανῶν ... [ταλαι] πόρων ἀρωγός MAMA 8.121 (Licaonia IV d.C.?)
c. dat. y prep. ἐπὶ ψεύδεσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ' ἀ. Il.4.235, ἐν κακοῖς S.OT 127, ἐν πόνοις E.Rh.638
abs. καλῶ ... Ἀθηναίαν ἐμοὶ μολεῖν ἀρωγόν A.Eu.289, cf. Ch.376, S.Ai.835, OC 1286, A.R.4.839, ἀρωγὸν ἔπεμπεν Ὁρτήσιον Plu.Sull.19, cf. 2.758b.
3 auxiliar, útil c. gen. obj. ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα A.Eu.486, γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας de los marineros, S.Ai.356
abs. εἴ σοι ταῦτ' ἀρωγὰ φαίνεται A.Pr.997, τάδε ἐμοί τ' ἀρωγά S.El.462, βέλεα ἀρωγά S.OT 206.
4 de cosas, en sent. medic. o fig. útil, beneficioso, práctico para c. dat. ἔλαιον ἀρωγὸν ταῖς θριξί Pl.Prt.334b, c. prep. y ac. ἃ δὲ ἀρωγὰ ἐνείδομεν ... πρὸς τὸν μέλλοντα ὄχλον τῶν νεῶν lo que nos pareció útil para la próxima avalancha de naves Th.7.62
útil, beneficioso contra c. gen. δίψους Antiph.150, λοιμικῶν τοξευμάτων Lyc.1205, τῶν τῆς ψυχῆς νόσων Ph.1.52, κακῶν Man.1.195, πόνων Luc.Trag.54
tb. c. dat. ῥίζας ... ὀφίεσσιν ἀρωγούς Nic.Th.636, cf. Gal.11.95
subst. ἡ ἀ.: τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀρωγόν la protección harapienta contra las lluvias llevada a la espalda, AP 6.21.3.

German (Pape)

[Seite 368] όν, beistehend, schützend, hülfreich, τινί, z. B. θάλος ἀρ. δόμοις Pind. Ol. 2, 49; βέλεα ἀρ. Soph O. R. 206; neutr., Aesch. Prom. 999; Eum. 464; Soph. El. 454; γένος ναΐας τέχνας ἀρ., behülflich bei, Ai. 850; die Flasche heißt δίψας ἀρωγός Antiphan. Poll. 10, 73. Häufiger subst., Helfer, Beistand; so immer Hom., Iliad. 4, 235. 8, 205. 18, 502. 21, 371. 428 Od. 18, 232. Seltener in Prosa, ταῖς θριξίν Plat. Prot. 534 b.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui vient en aide : τινι à qqn ; ὁ ἀρωγός auxiliaire, défenseur (dans un combat devant un tribunal) ; en gén. secourable : τινος ESCHL, πρός τι THC, ἐπί τινι IL contre qqn ou qch;
2 vengeur.
Étymologie: ἀρήγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρωγός: (ᾰ)
1 помогающий, защищающий, благоприятный, спасительный (τινι Pind., Aesch., τινος Aesch., Soph., Luc., ἐπί τινι Hom. и πρός τι Thuc.);
2 полезный, целебный (τινι Plat.).
IIпомощник, заступник (Δαναοῖσιν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωγός: -όν, (ἀρήγω) ὁ βοηθῶν, ἐπικουρῶν, ὁ εὐνοϊκός, ὑπηρετικός, χρήσιμός, τινι Πινδ. Ο. 2. 81, Αἰσχύλ. Εὐμ. 289· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πρ. 997, Σοφ. Ο. Τ. 206: ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὠφέλιμος, ἰατρικῶς, Ἱππ. Π. Ἀέρ. 288· ἔλαιον... ταῖς θριξὶν ἀρ. Πλάτ. Πρωτ. 334Β. 2) μετὰ γεν. ὠφέλιμος, χρήσιμος πρός τι, βοηθητικός, ἀρωγὰ τῆς δίκης ὁρκώματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 486· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, ὠφέλιμον, χρήσιμον εἰς θαλασσινὰ ἔργα, Σοφ. Αἴ. 357· ὡσαύτως, δίψους ἀρωγὸν Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1· ὤμοι ἀρωγόν, ὦ τρίτου ποδὸς μοῖραν λελογχὸς βάκτρον Λουκ. Τραγωδοποδ. 54: ― οὕτω καί, οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ’ ἀρωγός, «οὐ γὰρ ἐπιβοηθήσει ὁ Ζεὺς τοῖς ψεύσταις» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 235· πρός τι Θουκ. 7. 62· καὶ μετὰ δοτ. ἐχίεσσιν ἀρ. Νικ. Θ. 636. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., καὶ οὕτως ἀείποτε παρ’ Ὁμήρῳ, σημαίνει, βοηθόν, ἐπίκουρον, ἰδίως ἐν μάχῃ· ἐπίσης, συνήγορον, ὑπερασπιστὴν ἐνώπιον δικαστηρίου, λαοὶ δ’ ἀμφοτέροισιν ἐπήπυον, ἀμφὶς ἀρωγοὶ Ἰλ. Σ. 502.

English (Autenrieth)

(ἀρήγω): helper, advocate, Od. 18.232, Il. 18.502.

English (Slater)

ᾰρωγός succouring c. dat. ΘέρσανδροςἈδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις (O. 2.45)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρωγός, -όν) αρήγω
ο βοηθός, αυτός που συντρέχει
αρχ.
1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος
2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο.

Greek Monotonic

ἀρωγός: -όν (ἀρήγω
I. 1. βοηθητικός, εξυπηρετικός, ευνοϊκός, χρήσιμος, τινι, σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ.
2. με γεν., ωφέλιμος, βοηθητικός σε, σε Αισχύλ., Σοφ.· πρός τι, σε Θουκ.
II. ως ουσ., βοηθός, επίκουρος, ιδίως στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· συνήγορος υπεράσπισης, δικηγόρος, στο ίδ.

Middle Liddell

ἀρήγω
I. aiding, succouring, propitious, serviceable, τινι Aesch.; absol., Aesch., Soph.
2. c. gen. serviceable towards a thing, Aesch., Soph.; πρός τι Thuc.
II. as substantive a helper, aid, especially in battle, Il.: a defender before a tribunal, advocate, Il.

Lexicon Thucydideum

salutaris, wholesome, beneficial, 7.62.1.

Translations

helper

Albanian: ndihmës; Arabic: مُسَاعِد‎; Aramaic Classical Syriac: ܥܕܘܪܐ‎, ܥܕܘܪܬܐ‎, ܡܥܕܪܢܐ‎, ܡܥܕܪܢܝܬܐ‎; Armenian: օգնական; Azerbaijani: köməkçi, yardımçı; Bashkir: ярҙамсы; Belarusian: памочнік, памочніца; Bengali: সহায়ক; Bulgarian: помощник, помощничка, помощница, помагач, помагачка; Burmese: အကူ; Catalan: ajudant, ajudador; Chinese Mandarin: 幫手, 帮手, 助手; Czech: pomocník, pomocnice; Danish: hjælper; Dutch: helper, helpster; Estonian: aitaja, abiline; Finnish: auttaja, avustaja, apuri, apulainen; French: assistant, assistante; Georgian: დამხმარე, მშველელი; German: Helfer, Helferin; Greek: βοηθός; Ancient Greek: ἀμύντωρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἀοσσητήρ, ἀρωγός, βοαθόος, βοηδρόμιος, βοηδρόμος, βοηθόος, βοηθός, ἐπαμύντωρ, ἐπαρηγών, ἐπαρωγός, ἔπεργος, ἐπίκουρος, ἐπίρροθος, ἐπιτάρροθος, ξυνεργός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, παραστάτις, πάρεδρος, ποδηγός, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, ξυμπαραστάτης, συμπράκτωρ, συναρωγός, συνέντης, συνεργάτης, συνεργάτις, συνεργός, συνέριθος, τιμάορος, τιμωρός, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης, ὑπουργός; Hebrew: עוֹזֵר‎; Hindi: सहायक; Hungarian: segítő, segéd; Ido: helpanto, helpero, helpisto; Indonesian: penolong; Irish: cúntóir; Italian: aiutante, assistente, supporto, apprendista; Japanese: 助手, 手伝い, ヘルパー; Kazakh: көмекші; Khmer: អ្នកជំនួយ; Korean: 조수; Kurdish Northern Kurdish: alîkar; Kyrgyz: жардамчы; Ladino Latin: ayudador; Lao: ຜູ້ຊ່ວຍ; Latin: adiutor, optio, administer; Low German: Hölper, Hölpersche, Hölperin; Macedonian: помагач, помагачка, помошник, помошничка; Maori: uruora; Mongolian: туслагч; Ngazidja Comorian: mpveshezi; Pashto: مرستونی‎; Persian: دستیار‎, آسیستان‎; Plautdietsch: Halpa; Polish: pomocnik, pomocnica; Portuguese: ajudante; Romanian: ajutor, ajutoare; Russian: помощник, помощница, ассистент, ассистентка, подручный; Serbo-Croatian Cyrillic: помо̀ћнӣк, асѝстент; Roman: pomòćnīk, asìstent; Slovak: pomocník, pomocníca; Slovene: pomočnik, pomočnica; Spanish: ayudante, ayudador; Swahili: msaidizi; Swedish: medhjälpare; Tajik: ёрдамчӣ; Tatar: ярдәмче; Telugu: సహాయకుడు; Thai: ผู้ช่วย; Turkish: yardımcı; Turkmen: kömekçi; Ukrainian: помічник, помічниця; Uyghur: ياردەمچى‎; Uzbek: yordamchi; Vietnamese: phó thủ; Volapük: yufan, hiyufan, jiyufan

advocate

Albanian: avokat; Arabic: محامي‎, محامية‎; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: advocaat, advocate, verdediger, verdedigster; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: avocat, avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: Rechtsanwalt, Rechtsanwältin, Verteidiger; Greek: συνήγορος; Ancient Greek: ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός; Hebrew: סנגור‎; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: cognitor, advocatus; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: адвокат, защитник, защитница; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: abogado, abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan