ὁμοέστιος

Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A v. ὁμέστιος.

German (Pape)

[Seite 334] Heerd-, d. i. Hausgenosse; Plut. Svmp. 7, 4, 5; Pol. 2, 57, 7 v. l. für ὁμέστιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοέστιος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. ὁμέστιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui occupe le même foyer, la même maison.
Étymologie: ὁμός, ἑστία.

Greek Monolingual

ὁμοέστιος, -ον (Α)
βλ. ομέστιος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοέστιος: Polyb., Plut. = ὁμέστιος.