ὁμός

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμός Medium diacritics: ὁμός Low diacritics: ομός Capitals: ΟΜΟΣ
Transliteration A: homós Transliteration B: homos Transliteration C: omos Beta Code: o(mo/s

English (LSJ)

ὁμή, ὁμόν, one and the same, common, joint, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁ. θρόος Il.4.437; ὁ. γένος 13.354; ὁμὴ σορός 23.91, IG14.2469.10; ὁ. τιμή Il.24.57; ὁ. αἶσα 15.209; ὁ. νεῖκος 13.333; ὁ. ὀϊζύς Od.17.563; ὁ. λέχος Il.8.291, Hes. Th.508; ὁμὰ χθών IG14.1721; οὐ καθ' ὁμὰ φρονέοντε not of one mind, Hes.Sc.50; ἱκνεῖσθαι εἰς ὁμόν unite, Parm.8.47: c. gen., ἑτέρων ἴχνια μὴ καθ' ὁμὰ δίφρον ἐλᾶν Call.Aet.Oxy.2079.26. (Cf. Skt. samá-, Goth. sama 'the same', cogn. with εἷς.)

German (Pape)

[Seite 339] ähnlich, gleich; ὁμὸν γένος, einerlei Herkunft, Il. 13, 354; ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ, 15, 209; gemeinsam, gemeinschaftlich, ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, eine gemeinsame Urne; vgl. Ep. ad. 708 ( App. 147), δοιοὺς ὁμὰ χθὼν ἅδε καλύπτει; – ὁμὸν νεῖκος, Il. 13, 333; ὁμὴ ὀϊζύς, Od. 17, 563; ὁμὸν λέχος, Il. 8, 291; Hes. Th. 503; εἰς ὁμὸν ἱκέσθαι, Parmends. 108; πάντες ὁμὴν Ἀΐδαο κέλευθον νισσόμεθα, Qu. Sm. 7, 52; übereinstimmend, ὁμὰ φρονεῖν, Hes. Sc. 50. – Es ist verwandt mit ἅμα. Gebräuchlicher sind ὁμοῦ, ὁμῶς, ὁμόσε, ὁμόθεν, und davon abgeleitet ὁμοῖος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 semblable, pareil à, τινι;
2 le même pour tous, commun.
Étymologie: *σομός, ; cf. lat. similis, simul, etc. ; cf. ἅμα.

Russian (Dvoretsky)

ὁμός:
1 один и тот же, одинаковый, равный (γένος, αἷσα, θρόος, ὀϊζύς Hom.);
2 общий, один (σορός, λέχος Hom.);
3 всеобщий, общий, взаимный (νεῖκος Hom.);
4 согласный, единодушный (ὁμὰ φρονεῖν Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμός: -ή, -όν, (ἴδε ἅμα), ὁ αὐτός, ὅμοιος, κοινός, ἡνωμένος, Λατ. communis, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Ἰλ. Δ. 437· ὁμὸν γένος Ν. 354· ὁμὴ σορὸς Ψ. 91, αὐτόθι 57· ὁμὴ αἶσα Ο. 209· ὁμὸν νεῖκος Ν. 333· ὁμὴ ὀϊζὺς Ὀδ. Ρ. 563· ὁμὸν λέχος Ἰλ. Θ. 291, Ἡσ. Θ. 508· ὁμὴ σορὸς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 590. 10· ὁμὰ χθὼν αὐτόθι 573· - ὁμὰ φρονεῖν, φρονεῖν τὰ αὐτά, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 50. Ὡς Ἐπίρρ., μόνον παρ’ Ἐπικ., ἀλλ’ ἴδε ὁμόσε, ὁμοῦ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 151 κἑξ., 170.

English (Autenrieth)

(cf. ἅμα): like, common.

Greek Monolingual

ὁμός, -ή, -όν (Α)
1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ' ὀιζύν» — περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.)
2. φρ. «ἱκνοῦμαι εἰς όμόν» — γίνομαι κοινός, ενώνομαι
β) «καθ' ὁμά» — ομοίως.
επίρρ...
ὁμῶς (Α)
1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως
2. σε ίσα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επιθ. ὁμός (< IE somo-) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας sem- «ένα, σ' ένα μαζί, μαζί με» (βλ. και ετυμολ. στη λ. εἷς / ένας) και συνδέεται με αρχ.ινδ. sama- «ένας, ο ίδιος», γοτθ. sa, sama, αρχ. σλαβ. samŭ (πρβλ. αγγλ. same, simple, similar, some, γερμ. samt, sammeln). Στην απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας ανάγεται το αριθμητικό εἷς, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα τα ἅμα, ἕτερος (< ἅτερος) και το - το αθροιστικό. Επίσης το επίθ. ὁμαλός, που έλαβε την ειδική σημ. «λείος, επίπεδος, ίσος» με επίθημα σε -αλος (πρβλ. ομφαλός) αντιστοιχεί με λατ. semel, similis, αρχ. άνω γερμ. simble, αλλά εμφανίζει -, δηλ. την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας, πιθ. αναλογικά προς το ὁμός, αντί της απαθούς βαθμίδας ή της συνεσταλμένης, την οποία εμφανίζουν οι αντίστοιχοι τ. στις άλλες γλώσσες. Το επιθ. ὁμός εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε έναν πάρα πολύ μεγάλο αριθμό σύνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής (βλ. λ. ομο-) και συνδέεται με τα ὅμιλος, ὁμαρτῶ, ὅμαδος και ὅμηρος.
ΠΑΡ. όμοιος
αρχ.
ομή, ομόθεν, ομόσε, ομώ, ομώς
μσν.- νεοελλ.
ομαδόν.
ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με α' συνθετικό ομός βλ. ομο-).

Greek Monotonic

ὁμός: -ή, -όν (συγγενές προς το ἅμα), ένας και ο αυτός, όμοιος, κοινός, ενωμένος, Λατ. communis, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ὁμὰ φρονεῖν, έχω την ίδια γνώμη, σε Ησίοδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: common, one and the same, equal, similar, level (Il.).
Compounds: Very often as 1. member, e.g. ὁμό-φρων of similar attitude, like-minded (Χ 263); on ὁμο- (older) and συν- in compp. Schwyzer 435 w. lit., Schw.-Debrunner 488.
Derivatives: ὁμ-όσε to one and the same place, -οῦ at the same place, together (Il.), -όθεν from the same place (ε 477); ὁμῶς altogether, all the same (Il.), ὅμως nevertheless, yet since Μ 393; Schwyzer-Debrunner 582f. w. lit.); ὁμοῖος (Il.), ὅμοιος (young Att.) same, -like, similar, the same (Il.; after ποῖος, τοῖος etc.; Schwyzer 609 n. 5 w. lit.) with ὁμοι-ότης, -ητος f. similarity (IA.), -ωθῆναι (Il.), -όομαι (IA.), -όω (Th., E.) equalise, to unite, to make the same (on the chronol. of the forms Wackernagel Unt. 124); further ὁμοί-ωμα, -ωσις a.o. -- On the old l-formations ὁμαλός and on ὅμιλος s. vv.
Origin: IE [Indo-European] [903] *som-o- same, equal
Etymology: Old word for one and the same, equal, with Skt. samá-, OP. hama-, Germ., e.g. OWNo. samr, sami, Got. (sa) sama (sec. n-st.) etc. identical, IE *somó-. Here also εἷς, ἕτερος, ἅμα, ἁ- copulative (s. vv. w. further forms a. lit.).

Middle Liddell

ὁμός, ή, όν akin to ἅμα]
one and the same, common, joint, Lat. communis, Hom., Hes.; ὁμὰ φρονεῖν to be of one mind, Hes.

Frisk Etymology German

ὁμός: {homós}
Meaning: gemeinsam, ein und derselbe, gleich, ähnlich, eben (seit Il.);
Composita : sehr oft als Vorderglied, z.B. ὁμόφρων von gleicher Gesinnung, gleichgesinnt (ep. poet. seit Χ 263, sp. Prosa); zu ὁμο- (älter) und συν- in Kompp. Schwyzer 435 m. Lit., Schw.-Debrunner 488.
Derivative: Davon ὁμόσε nach einem und demselben Orte hin, -οῦ an demselben Orte, zusammen (seit Il.), -όθεν aus demselben Orte (seit ε 477); ὁμῶς zusammen, ebenso (ep. poet. seit Il.), ὅμως gleichwohl, doch seit Μ 393; Schwyzer-Debrunner 582f. m. Lit.); ὁμοῖος (seit Il.), ὅμοιος (jungatt.) ‘gleich, -artig, ähnlich, derselbe’ (seit Il.; nach ποῖος, τοῖος usw.; Schwyzer 609 A. 5 m. Lit.) mit ὁμοιότης, -ητος f. Gleichheit (ion. att.), -ωθῆναι (seit Il.), -όομαι (ion. att.), -όω (Th., E.) sich gleichstellen, gleichen, gleich machen (zur chronol. Folge der Formen Wackernagel Unt. 124); davon ὁμοίωμα, -ωσις u.a. — Zur alten l-Bildung ὁμαλός und zu ὅμιλος s. bes.
Etymology : Altes Wort für ein und derselbe, gleich, mit aind. samá-, apers. hama-, germ., z.B. awno. samr, sami, got. (sa) sama (sek. n-St.) usw. identisch, idg. *somó-. Hierher noch εἷς, ἕτερος, ἅμα, ἁ- copulativum (s. dd. m. weiteren Formen u. Lit.).
Page 2,390

Mantoulidis Etymological

(=ὁ ἴδιος, ὅμοιος, κοινός). Ἀπό ρίζα αμ- ἤ ομ- τοῦ ἅμα (=μαζί).
Παράγωγα: ὅμαδος, ὁμαδόν, ὁμαλός, ὁμῆ ἤ ὁμῇ (=μαζί), ὁμόθεν (=ἀπό τό ἴδιο μέρος), ὅμοιος, ὁμοιότης, ὁμοιόω -ῶ, ὁμοίωμα, ὁμοιωματικός, ὁμοίωσις, ἀνομοίωσις, ἀφομοίωσις, ἐξομοίωσις, παρομοίωσις, ὁμοιωτής, ὁμοιωτικός, ὁμόσε (=στόν ἴδιο τόπο), ὁμοῦ (=μαζί), ὁμόω (=ἑνώνω), ὁμῶς (=ὅμοια), ὅμως (σύνδ.) καί τά σύνθετα: ὅμαιμος (=συγγενής), ὁμήγυρις, ὁμῆλιξ, ὅμηρος, ὅμιλος, ὁμιλῶ, ὁμογενής, ὁμόδοξος, ὁμοκλέω (=φωνάζω μαζί), ὁμοκλή, ὁμόλογος, ὁμολογῶ, ὁμόνους, ὁμόνοια, ὁμονοῶ, ὅμορος, ὁμορροθῶ, ὁμόρροθος, ὁμόσπονδος, ὁμόσπορος, ὁμότεχνος, ὁμότιμος, ὁμόφρων (=σύμφωνος), ὁμόφυλος, ὁμόφωνος, ὁμώνυμος.