ἐνυγροθηρικός

Revision as of 15:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for fishing, Id.Sph.220a, 221b.

German (Pape)

[Seite 860] ή, όν, zur Jagd im Nassen, Fischen gehörig, Plat. Soph. 220 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυγροθηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἁλιείαν, Πλάτ. Σοφ. 220Α, 221Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se caza en el agua, εἶδος de los dist. tipos de caza, la relativa a animales acuáticos, Pl.Sph.220a, cf. 221b.

Greek Monolingual

ἐνυγροθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυγροθηρικός: рыболовный, рыбацкий (ζῳοθηρικῆς εἶδος Plat.).