ἐνυγροθηρικός

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυγροθηρικός Medium diacritics: ἐνυγροθηρικός Low diacritics: ενυγροθηρικός Capitals: ΕΝΥΓΡΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: enygrothērikós Transliteration B: enygrothērikos Transliteration C: enygrothirikos Beta Code: e)nugroqhriko/s

English (LSJ)

ἐνυγροθηρική, ἐνυγροθηρικόν, of or for fishing, Id.Sph.220a, 221b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se caza en el agua, εἶδος de los distinct tipos de caza, la relativa a animales acuáticos, Pl.Sph.220a, cf. 221b.

German (Pape)

[Seite 860] ή, όν, zur Jagd im Nassen, Fischen gehörig, Plat. Soph. 220 a.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυγροθηρικός: рыболовный, рыбацкий (ζῳοθηρικῆς εἶδος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυγροθηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἁλιείαν, Πλάτ. Σοφ. 220Α, 221Β.

Greek Monolingual

ἐνυγροθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία.