ἀδιάπλαστος

Revision as of 15:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A as yet unformed, Pl.Ti.91d, cf. Suid. s.v. φρῦνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάπλαστος: -ον, ὁ μήπω λαβὼν σχῆμα, Πλάτ. Τίμ. 91D, «ἀδιάπλαστος βάτραχος», Σουΐδ. ἐν λ. φρῦνος.

Spanish (DGE)

-ον
no conformado todavía ζῶα Pl.Ti.91d, βάτραχοι Sch.Nic.Th.620a, ἧπαρ Gal.4.662, σάρξ Gal.10.987, τὸ σπέρμα Athenag.Res.17.2.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάπλαστος: неоформившийся, неразвитый (ζῷα Plat.).