φρῦνος
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ὁ (ἡ, Babr.28.6),
A = φρύνη, Arist.HA609a24, Nic.Al.567, Babr.24.4, App.Anth.5.47 (φροῦνον ap. Synes.); cf. φροῦνος.
II a stone, = βατραχίτης, Cyran.39.
III a bird, ibid.
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, die Kröte, wie φρύνη; Arist. H. A. 9, 40; Apolld. 2, 8,4 u. A.; bei Babr. 28, 6 auch ἡ φρῦνος; aber 24, 4 masc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
crapaud, animal.
Étymologie: cf. lat. furvus.
Russian (Dvoretsky)
φρῦνος: ὁ Arst., ὁ и ἡ Babr. = φρύνη.
Greek (Liddell-Scott)
φρῦνος: ὁ, ὡς τὸ φρύνη, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 41, Νικ. Ἀλεξιφ. 580, Βαβρ. 24. 4. ― ὁ Βαβρίας ὡσαύτως ἔχει τὴν λέξ. εἰς γένος θηλ. 28. 6.
Greek Monolingual
ο / φρῦνος, ΝΜΑ, και φροῦνος Μ, και φρῦνος, ἡ, Α
βάτραχος
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα, καλυμμένο συχνά από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη.
Greek Monotonic
φρῦνος: ὁ, όπως φρύνη, βάτραχος, σε Αριστ.