ἀερσιπότης

Revision as of 15:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ποτάομαἰ

   A high-soaring, Hes.Sc.316, AP5.298 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 43] hochfliegend, κύκνοι Hes. Sc. 316; von Menschen, Agath. 22 (V, 299).

Greek (Liddell-Scott)

ἀερσῐπότης: -ου, ὁ, (ποτάομαι) ὁ ὑψηλὰ πετῶν, Ἡσ. Ἀποσ. 316, Ἀνθ. Π. 5. 299.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
qui vole haut.
Étymologie: ἀείρω, ποτάομαι.

Spanish (DGE)

(ἀερσῐπότης) -ου
que vuela alto κύκνοι Hes.Sc.316, cf. Stesich. en POxy.3876.35.2, AP 5.299 (Agath.), Nonn.D.12.97.

Greek Monotonic

ἀερσῐπότης: -ου, ὁ (ποτάομαι), αυτός που πετά ψηλά, σε Ησίοδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀερσιπότης: высоко летающий (κύκνοι Hes.; перен. σοφός Anth.).