αἰθριοκοιτέω

Revision as of 15:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A sleep in the open air, Theoc.8.78, Antyll. ap. Orib. 9.3.8.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθριοκοιτέω: κοιμῶμαι ἐν ὑπαίθρῳ, Θεόκρ. 8. 78.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se coucher ou dormir en plein air.
Étymologie: αἴθριος, κοίτη.

Spanish (DGE)

dormir al sereno, al aire libre Theoc.8.78, Stob.4.37.30.

Greek Monotonic

αἰθριοκοιτέω: μέλ. -ήσω (κοίτη), κοιμάμαι στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθριοκοιτέω: спать на открытом воздухе Theocr.