ἀκτινηδόν
English (LSJ)
Adv.
A like a ray, Luc.Salt.18.
German (Pape)
[Seite 86] strahlenförmig, Luc. Salt. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνηδόν: ἐπίρρ., ἐν εἴδει ἀκτῖνος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 18.
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de rayons.
Étymologie: ἀκτίς, -δον.
Spanish (DGE)
adv. a la manera de rayos Αἰθίοπες ... περιδέοντες αὐτῇ (κεφαλῇ) ἀκτινηδὸν τὰ βέλη Luc.Salt.18.
Greek Monolingual
ἀκτινηδόν επίρρ. (Α) ἀκτίς
με τη μορφή ακτίνας, σαν ακτίνα.
Greek Monotonic
ἀκτῑνηδόν: (ἀκτίς), επίρρ., όπως μια ακτίνα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτῑνηδόν: adj. наподобие лучей, лучеобразно (τὰ βέλη περιδεῖν Luc.).