ἀκροάζομαι

Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A = ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.

Spanish (DGE)

escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.

Greek Monolingual

ἀκροάζομαι)
νεοελλ.
1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ.
2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
αρχ.
ἀκροῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροάσιμος].

Russian (Dvoretsky)

ἀκροάζομαι: Men. = ἀκροάομαι.